ΑΝΑΚΟΙΝΩΝΩ I announce |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
ανακοινώνω | ανακοινώνουμε, ανακοινώνομε | ανακοινώνομαι | ανακοινωνόμαστε |
ανακοινώνεις | ανακοινώνετε | ανακοινώνεσαι | ανακοινώνεστε, ανακοινωνόσαστε | ||
ανακοινώνει | ανακοινώνουν(ε) | ανακοινώνεται | ανακοινώνονται | ||
Imper fect |
ανακοίνωνα | ανακοινώναμε | ανακοινωνόμουν(α) | ανακοινωνόμαστε, ανακοινωνόμασταν | |
ανακοίνωνες | ανακοινώνατε | ανακοινωνόσουν(α) | ανακοινωνόσαστε, ανακοινωνόσασταν | ||
ανακοίνωνε | ανακοίνωναν, ανακοινώναν(ε) | ανακοινωνόταν(ε) | ανακοινώνονταν, ανακοινωνόντανε, ανακοινωνόντουσαν | ||
Aorist | ανακοίνωσα | ανακοινώσαμε | ανακοινώθηκα | ανακοινωθήκαμε | |
ανακοίνωσες | ανακοινώσατε | ανακοινώθηκες | ανακοινωθήκατε | ||
ανακοίνωσε | ανακοίνωσαν, ανακοινώσαν(ε) | ανακοινώθηκε | ανακοινώθηκαν, ανακοινωθήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω ανακοινώσει έχω ανακοινωμένο |
έχουμε ανακοινώσει έχουμε ανακοινωμένο |
έχω ανακοινωθεί είμαι ανακοινωμένος, -η |
έχουμε ανακοινωθεί είμαστε ανακοινωμένοι, -ες |
|
έχεις ανακοινώσει έχεις ανακοινωμένο |
έχετε ανακοινώσει έχετε ανακοινωμένο |
έχεις ανακοινωθεί είσαι ανακοινωμένος, -η |
έχετε ανακοινωθεί είστε ανακοινωμένοι, -ες |
||
έχει ανακοινώσει έχει ανακοινωμένο |
έχουν ανακοινώσει έχουν ανακοινωμένο |
έχει ανακοινωθεί είναι ανακοινωμένος, -η, -ο |
έχουν ανακοινωθεί είναι ανακοινωμένοι, -ες, -α |
||
Plu per fect |
είχα ανακοινώσει είχα ανακοινωμένο |
είχαμε ανακοινώσει είχαμε ανακοινωμένο |
είχα ανακοινωθεί ήμουν ανακοινωμένος, -η |
είχαμε ανακοινωθεί ήμαστε ανακοινωμένοι, -ες |
|
είχες ανακοινώσει είχες ανακοινωμένο |
είχατε ανακοινώσει είχατε ανακοινωμένο |
είχες ανακοινωθεί ήσουν ανακοινωμένος, -η |
είχατε ανακοινωθεί ήσαστε ανακοινωμένοι, -ες |
||
είχε ανακοινώσει είχε ανακοινωμένο |
είχαν ανακοινώσει είχαν ανακοινωμένο |
είχε ανακοινωθεί ήταν ανακοινωμένος, -η, -ο |
είχαν ανακοινωθεί ήταν ανακοινωμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα ανακοινώνω | θα ανακοινώνουμε, θα ανακοινώνομε | θα ανακοινώνομαι | θα ανακοινωνόμαστε | |
θα ανακοινώνεις | θα ανακοινώνετε | θα ανακοινώνεσαι | θα ανακοινώνεστε, θα ανακοινωνόσαστε | ||
θα ανακοινώνει | θα ανακοινώνουν(ε) | θα ανακοινώνεται | θα ανακοινώνονται | ||
Simp Fut |
θα ανακοινώσω | θα ανακοινώσουμε, θα ανακοινώσομε | θα ανακοινωθώ | θα ανακοινωθούμε | |
θα ανακοινώσεις | θα ανακοινώσετε | θα ανακοινωθείς | θα ανακοινωθείτε | ||
θα ανακοινώσει | θα ανακοινώσουν | θα ανακοινωθεί | θα ανακοινωθούν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω ανακοινώσει θα έχω ανακοινωμένο |
θα έχουμε ανακοινώσει θα έχουμε ανακοινωμένο |
θα έχω ανακοινωθεί θα είμαι ανακοινωμένος, -η |
θα έχουμε ανακοινωθεί θα είμαστε ανακοινωμένοι, -ες |
|
θα έχεις ανακοινώσει θα έχεις ανακοινωμένο |
θα έχετε ανακοινώσει θα έχετε ανακοινωμένο |
θα έχεις ανακοινωθεί θα είσαι ανακοινωμένος, -η |
θα έχετε ανακοινωθεί θα είστε ανακοινωμένοι, -ες |
||
θα έχει ανακοινώσει θα έχει ανακοινωμένο |
θα έχουν ανακοινώσει θα έχουν ανακοινωμένο |
θα έχει ανακοινωθεί θα είναι ανακοινωμένος, -η, -ο |
θα έχουν ανακοινωθεί θα είναι ανακοινωμένοι, -ες, -α |
||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να ανακοινώνω | να ανακοινώνουμε, να ανακοινώνομε | να ανακοινώνομαι | να ανακοινωνόμαστε |
να ανακοινώνεις | να ανακοινώνετε | να ανακοινώνεσαι | να ανακοινώνεστε, να ανακοινωνόσαστε | ||
να ανακοινώνει | να ανακοινώνουν(ε) | να ανακοινώνεται | να ανακοινώνονται | ||
Aorist | να ανακοινώσω | να ανακοινώσουμε, να ανακοινώσομε | να ανακοινωθώ | να ανακοινωθούμε | |
να ανακοινώσεις | να ανακοινώσετε | να ανακοινωθείς | να ανακοινωθείτε | ||
να ανακοινώσει | να ανακοινώσουν(ε) | να ανακοινωθεί | να ανακοινωθούν(ε) | ||
Perf | να έχω ανακοινώσει να έχω ανακοινωμένο |
να έχουμε ανακοινώσει να έχουμε ανακοινωμένο |
να έχω ανακοινωθεί να είμαι ανακοινωμένος, -η |
να έχουμε ανακοινωθεί να είμαστε ανακοινωμένοι, -ες |
|
να έχεις ανακοινώσει να έχεις ανακοινωμένο |
να έχετε ανακοινώσει να έχετε ανακοινωμένο |
να έχεις ανακοινωθεί να είσαι ανακοινωμένος, -η |
να έχετε ανακοινωθεί να είστε ανακοινωμένοι, -ες |
||
να έχει ανακοινώσει να έχει ανακοινωμένο |
να έχουν ανακοινώσει να έχουν ανακοινωμένο |
να έχει ανακοινωθεί να είναι ανακοινωμένος, -η, -ο |
να έχουν ανακοινωθεί να είναι ανακοινωμένοι, -ες, -α |
||
Imper ative |
Pres | ανακοίνωνε | ανακοινώνετε | ανακοινώνεστε | |
Aorist | ανακοίνωσε | ανακοινώσετε, ανακοινώστε | ανακοινώσου | ανακοινωθείτε | |
Part iciple |
Pres | ανακοινώνοντας | |||
Perf | έχοντας ανακοινώσει, έχοντας ανακοινωμένο | ανακοινωμένος, -η, -ο | ανακοινωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ανακοινώσει | ανακοινωθεί |