ΑΝΑΚΑΤΕΥΩ I mix |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
ανακατεύω | ανακατεύουμε, ανακατεύομε | ανακατεύομαι | ανακατευόμαστε |
ανακατεύεις | ανακατεύετε | ανακατεύεσαι | ανακατεύεστε, ανακατευόσαστε | ||
ανακατεύει | ανακατεύουν(ε) | ανακατεύεται | ανακατεύονται | ||
Imper fect |
ανακάτευα | ανακατεύαμε | ανακατευόμουν(α) | ανακατευόμαστε, ανακατευόμασταν | |
ανακάτευες | ανακατεύατε | ανακατευόσουν(α) | ανακατευόσαστε, ανακατευόσασταν | ||
ανακάτευε | ανακάτευαν, ανακατεύαν(ε) | ανακατευόταν(ε) | ανακατεύονταν, ανακατευόντανε, ανακατευόντουσαν | ||
Aorist | ανακάτεψα | ανακατέψαμε | ανακατεύτηκα | ανακατευτήκαμε | |
ανακάτεψες | ανακατέψατε | ανακατεύτηκες | ανακατευτήκατε | ||
ανακάτεψε | ανακάτεψαν, ανακατέψαν(ε) | ανακατεύτηκε | ανακατεύτηκαν, ανακατευτήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω ανακατέψει έχω ανακατεμένο |
έχουμε ανακατέψει έχουμε ανακατεμένο |
έχω ανακατευτεί είμαι ανακατεμένος, -η |
έχουμε ανακατευτεί είμαστε ανακατεμένοι, -ες |
|
έχεις ανακατέψει έχεις ανακατεμένο |
έχετε ανακατέψει έχετε ανακατεμένο |
έχεις ανακατευτεί είσαι ανακατεμένος, -η |
έχετε ανακατευτεί είστε ανακατεμένοι, -ες |
||
έχει ανακατέψει έχει ανακατεμένο |
έχουν ανακατέψει έχουν ανακατεμένο |
έχει ανακατευτεί είναι ανακατεμένος, -η, -ο |
έχουν ανακατευτεί είναι ανακατεμένοι, -ες, -α |
||
Plu per fect |
είχα ανακατέψει είχα ανακατεμένο |
είχαμε ανακατέψει είχαμε ανακατεμένο |
είχα ανακατευτεί ήμουν ανακατεμένος, -η |
είχαμε ανακατευτεί ήμαστε ανακατεμένοι, -ες |
|
είχες ανακατέψει είχες ανακατεμένο |
είχατε ανακατέψει είχατε ανακατεμένο |
είχες ανακατευτεί ήσουν ανακατεμένος, -η |
είχατε ανακατευτεί ήσαστε ανακατεμένοι, -ες |
||
είχε ανακατέψει είχε ανακατεμένο |
είχαν ανακατέψει είχαν ανακατεμένο |
είχε ανακατευτεί ήταν ανακατεμένος, -η, -ο |
είχαν ανακατευτεί ήταν ανακατεμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα ανακατεύω | θα ανακατεύουμε, θα ανακατεύομε | θα ανακατεύομαι | θα ανακατευόμαστε | |
θα ανακατεύεις | θα ανακατεύετε | θα ανακατεύεσαι | θα ανακατεύεστε, θα ανακατευόσαστε | ||
θα ανακατεύει | θα ανακατεύουν(ε) | θα ανακατεύεται | θα ανακατεύονται | ||
Simp Fut |
θα ανακατέψω | θα ανακατέψουμε, θα ανακατέψομε | θα ανακατευτώ | θα ανακατευτούμε | |
θα ανακατέψεις | θα ανακατέψετε | θα ανακατευτείς | θα ανακατευτείτε | ||
θα ανακατέψει | θα ανακατέψουν(ε) | θα ανακατευτεί | θα ανακατευτούν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω ανακατέψει θα έχω ανακατεμένο |
θα έχουμε ανακατέψει θα έχουμε ανακατεμένο |
θα έχω ανακατευτεί θα είμαι ανακατεμένος, -η |
θα έχουμε ανακατευτεί θα είμαστε ανακατεμένοι, -ες |
|
θα έχεις ανακατέψει θα έχεις ανακατεμένο |
θα έχετε ανακατέψει θα έχετε ανακατεμένο |
θα έχεις ανακατευτεί θα είσαι ανακατεμένος, -η |
θα έχετε ανακατευτεί θα είστε ανακατεμένοι, -ες |
||
θα έχει ανακατέψει θα έχει ανακατεμένο |
θα έχουν ανακατέψει θα έχουν ανακατεμένο |
θα έχει ανακατευτεί θα είναι ανακατεμένος, -η, -ο |
θα έχουν ανακατευτεί θα είναι ανακατεμένοι, -ες, -α |
||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να ανακατεύω | να ανακατεύουμε, να ανακατεύομε | να ανακατεύομαι | να ανακατευόμαστε |
να ανακατεύεις | να ανακατεύετε | να ανακατεύεσαι | να ανακατεύεστε, να ανακατευόσαστε | ||
να ανακατεύει | να ανακατεύουν(ε) | να ανακατεύεται | να ανακατεύονται | ||
Aorist | να ανακατέψω | να ανακατέψουμε, να ανακατέψομε | να ανακατευτώ | να ανακατευτούμε | |
να ανακατέψεις | να ανακατέψετε | να ανακατευτείς | να ανακατευτείτε | ||
να ανακατέψει | να ανακατέψουν(ε) | να ανακατευτεί | να ανακατευτούν(ε) | ||
Perf | να έχω ανακατέψει να έχω ανακατεμένο |
να έχουμε ανακατέψει να έχουμε ανακατεμένο |
να έχω ανακατευτεί να είμαι ανακατεμένος, -η |
να έχουμε ανακατευτεί να είμαστε ανακατεμένοι, -ες |
|
να έχεις ανακατέψει να έχεις ανακατεμένο |
να έχετε ανακατέψει να έχετε ανακατεμένο |
να έχεις ανακατευτεί να είσαι ανακατεμένος, -η |
να έχετε ανακατευτεί να είστε ανακατεμένοι, -ες |
||
να έχει ανακατέψει να έχει ανακατεμένο |
να έχουν ανακατέψει να έχουν ανακατεμένο |
να έχει ανακατευτεί να είναι ανακατεμένος, -η, -ο |
να έχουν ανακατευτεί να είναι ανακατεμένοι, -ες, -α |
||
Imper ative |
Pres | ανακάτευε | ανακατεύετε | ανακατεύεστε | |
Aorist | ανακάτεψε | ανακατέψτε, ανακατεύτε | ανακατέψου | ανακατευτείτε | |
Part iciple |
Pres | ανακατεύοντας | |||
Perf | έχοντας ανακατέψει, έχοντας ανακατεμένο | ανακατεμένος, -η, -ο | ανακατεμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ανακατέψει | ανακατευτεί |