ΑΝΑΔΕΙΚΝΥΩ I show off |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
αναδεικνύω | αναδεικνύουμε, αναδεικνύομε | αναδεικνύομαι | αναδεικνυόμαστε |
αναδεικνύεις | αναδεικνύετε | αναδεικνύεσαι | αναδεικνύεστε, αναδεικνυόσαστε | ||
αναδεικνύει | αναδεικνύουν(ε) | αναδεικνύεται | αναδεικνύονται | ||
Imper fect |
αναδείκνυα | αναδεικνύαμε | αναδεικνυόμουν(α) | αναδεικνυόμαστε, αναδεικνυόμασταν | |
αναδείκνυες | αναδεικνύατε | αναδεικνυόσουν(α) | αναδεικνυόσαστε, αναδεικνυόσασταν | ||
αναδείκνυε | αναδείκνυαν, αναδεικνύαν(ε) | αναδεικνυόταν(ε) | αναδεικνύονταν, αναδεικνυόντανε, αναδεικνυόντουσαν | ||
Aorist | ανέδειξα, ανάδειξα | αναδείξαμε | αναδείχθηκα, αναδείχτηκα | αναδειχθήκαμε, αναδειχτήκαμε | |
ανέδειξες, ανάδειξες | αναδείξατε | αναδείχθηκες, αναδείχτηκες | αναδειχθήκατε, αναδειχτήκατε | ||
ανέδειξε, ανάδειξε | ανέδειξαν, ανάδειξαν, αναδείξαν(ε) | αναδείχθηκε, αναδείχτηκε | αναδείχθηκαν, αναδειχθήκαν(ε) αναδείχτηκαν, αναδειχτήκαν(ε) |
||
Per fect |
έχω αναδείξει | έχουμε αναδείξει | έχω αναδειχθεί | έχουμε αναδειχθεί | |
έχεις αναδείξει | έχετε αναδείξει | έχεις αναδειχθεί | έχετε αναδειχθεί | ||
έχει αναδείξει | έχουν αναδείξει | έχει αναδειχθεί | έχουν αναδειχθεί | ||
Plu per fect |
είχα αναδείξει | είχαμε αναδείξει | είχα αναδειχθεί | είχαμε αναδειχθεί | |
είχες αναδείξει | είχατε αναδείξει | είχες αναδειχθεί | είχατε αναδειχθεί | ||
είχε αναδείξει | είχαν αναδείξει | είχε αναδειχθεί | είχαν αναδειχθεί | ||
Fut ure Cont inuous |
θα αναδεικνύω | θα αναδεικνύουμε, θα αναδεικνύομε | θα αναδεικνύομαι | θα αναδεικνυόμαστε | |
θα αναδεικνύεις | θα αναδεικνύετε | θα αναδεικνύεσαι | θα αναδεικνύεστε, θα αναδεικνυόσαστε | ||
θα αναδεικνύει | θα αναδεικνύουν(ε) | θα αναδεικνύεται | θα αναδεικνύονται | ||
Simp Fut |
θα αναδείξω | θα αναδείξουμε, θα αναδείξομε | θα αναδειχθώ | θα αναδειχθούμε | |
θα αναδείξεις | θα αναδείξετε | θα αναδειχθείς | θα αναδειχθείτε | ||
θα αναδείξει | θα αναδείξουν(ε) | θα αναδειχθεί | θα αναδειχθούν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω αναδείξει | θα έχουμε αναδείξει | θα έχω αναδειχθεί | θα έχουμε αναδειχθεί | |
θα έχεις αναδείξει | θα έχετε αναδείξει | θα έχεις αναδειχθεί | θα έχετε αναδειχθεί | ||
θα έχει αναδείξει | θα έχουν αναδείξει | θα έχει αναδειχθεί | θα έχουν αναδειχθεί | ||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να αναδεικνύω | να αναδεικνύουμε, να αναδεικνύομε | να αναδεικνύομαι | να αναδεικνυόμαστε |
να αναδεικνύεις | να αναδεικνύετε | να αναδεικνύεσαι | να αναδεικνύεστε, να αναδεικνυόσαστε | ||
να αναδεικνύει | να αναδεικνύουν(ε) | να αναδεικνύεται | να αναδεικνύονται | ||
Aorist | να αναδείξω | να αναδείξουμε, να αναδείξομε | να αναδειχθώ | να αναδειχθούμε | |
να αναδείξεις | να αναδείξετε | να αναδειχθείς | να αναδειχθείτε | ||
να αναδείξει | να αναδείξουν(ε) | να αναδειχθεί | να αναδειχθούν(ε) | ||
Perf | να έχω αναδείξει | να έχουμε αναδείξει | να έχω αναδειχθεί | να έχουμε αναδειχθεί | |
να έχεις αναδείξει | να έχετε αναδείξει | να έχεις αναδειχθεί | να έχετε αναδειχθεί | ||
να έχει αναδείξει | να έχουν αναδείξει | να έχει αναδειχθεί | να έχουν αναδειχθεί | ||
Imper ative |
Pres | αναδείκνυε | αναδεικνύετε | αναδεικνύεστε | |
Aorist | ανάδειξε | αναδείξετε, αναδείξτε | αναδείξου | αναδειχθείτε | |
Part iciple |
Pres | αναδεικνύοντας | αναδεικνυόμενος | ||
Perf | έχοντας αναδείξει | αναδειγμένος, -η, -ο | αναδειγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αναδείξει | αναδειχθεί |