ΑΛΕΘΩ
I grind
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
αλέθω αλέθουμε, αλέθομε αλέθομαι αλεθόμαστε
αλέθεις αλέθετε αλέθεσαι αλέθεστε, αλεθόσαστε
αλέθει αλέθουν(ε) αλέθεται αλέθονται
Imper
fect
άλεθα αλέθαμε αλεθόμουν(α) αλεθόμαστε, αλεθόμασταν
άλεθες αλέθατε αλεθόσουν(α) αλεθόσαστε, αλεθόσασταν
άλεθε άλεθαν, αλέθαν(ε) αλεθόταν(ε) αλέθονταν, αλεθόντανε, αλεθόντουσαν
Aorist άλεσα αλέσαμε αλέστηκα αλεστήκαμε
άλεσες αλέσατε αλέστηκες αλεστήκατε
άλεσε άλεσαν, αλέσαν(ε) αλέστηκε αλέστηκαν, αλεστήκαν(ε)
Per
fect
έχω αλέσει
έχω αλεσμένο
έχουμε αλέσει
έχουμε αλεσμένο
έχω αλεστεί
είμαι αλεσμένος, -η
έχουμε αλεστεί
είμαστε αλεσμένοι, -ες
έχεις αλέσει
έχεις αλεσμένο
έχετε αλέσει
έχετε αλεσμένο
έχεις αλεστεί
είσαι αλεσμένος, -η
έχετε αλεστεί
είστε αλεσμένοι, -ες
έχει αλέσει
έχει αλεσμένο
έχουν αλέσει
έχουν αλεσμένο
έχει αλεστεί
είναι αλεσμένος, -η, -ο
έχουν αλεστεί
είναι αλεσμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα αλέσει
είχα αλεσμένο
είχαμε αλέσει
είχαμε αλεσμένο
είχα αλεστεί
ήμουν αλεσμένος, -η
είχαμε αλεστεί
ήμαστε αλεσμένοι, -ες
είχες αλέσει
είχες αλεσμένο
είχατε αλέσει
είχατε αλεσμένο
είχες αλεστεί
ήσουν αλεσμένος, -η
είχατε αλεστεί
ήσαστε αλεσμένοι, -ες
είχε αλέσει
είχε αλεσμένο
είχαν αλέσει
είχαν αλεσμένο
είχε αλεστεί
ήταν αλεσμένος, -η, -ο
είχαν αλεστεί
ήταν αλεσμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα αλέθω θα αλέθουμε, θα αλέθομε θα αλέθομαι θα αλεθόμαστε
θα αλέθεις θα αλέθετε θα αλέθεσαι θα αλέθεστε, θα αλεθόσαστε
θα αλέθει θα αλέθουν(ε) θα αλέθεται θα αλέθονται
Simp
Fut
θα αλέσω θα αλέσουμε, θα αλέσομε θα αλεστώ θα αλεστούμε
θα αλέσεις θα αλέσετε θα αλεστείς θα αλεστείτε
θα αλέσει θα αλέσουν(ε) θα αλεστεί θα αλεστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω αλέσει
θα έχω αλεσμένο
θα έχουμε αλέσει
θα έχουμε αλεσμένο
θα έχω αλεστεί
θα είμαι αλεσμένος, -η
θα έχουμε αλεστεί
θα είμαστε αλεσμένοι, -ες
θα έχεις αλέσει
θα έχεις αλεσμένο
θα έχετε αλέσει
θα έχετε αλεσμένο
θα έχεις αλεστεί
θα είσαι αλεσμένος, -η
θα έχετε αλεστεί
θα είστε αλεσμένοι, -ες
θα έχει αλέσει
θα έχει αλεσμένο
θα έχουν αλέσει
θα έχουν αλεσμένο
θα έχει αλεστεί
θα είναι αλεσμένος, -η, -ο
θα έχουν αλεστεί
θα είναι αλεσμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να αλέθω να αλέθουμε, να αλέθομε να αλέθομαι να αλεθόμαστε
να αλέθεις να αλέθετε να αλέθεσαι να αλέθεστε, να αλεθόσαστε
να αλέθει να αλέθουν(ε) να αλέθεται να αλέθονται
Aorist να αλέσω να αλέσουμε, να αλέσομε να αλεστώ να αλεστούμε
να αλέσεις να αλέσετε να αλεστείς να αλεστείτε
να αλέσει να αλέσουν(ε) να αλεστεί να αλεστούν(ε)
Perf να έχω αλέσει
να έχω αλεσμένο
να έχουμε αλέσει
να έχουμε αλεσμένο
να έχω αλεστεί
να είμαι αλεσμένος, -η
να έχουμε αλεστεί
να είμαστε αλεσμένοι, -ες
να έχεις αλέσει
να έχεις αλεσμένο
να έχετε αλέσει
να έχετε αλεσμένο
να έχεις αλεστεί
να είσαι αλεσμένος, -η
να έχετε αλεστεί
να είστε αλεσμένοι, -ες
να έχει αλέσει
να έχει αλεσμένο
να έχουν αλέσει
να έχουν αλεσμένο
να έχει αλεστεί
να είναι αλεσμένος, -η, -ο
να έχουν αλεστεί
να είναι αλεσμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres αλέθε αλέθετε αλέθεστε
Aorist αλέσε αλέστε αλέσου αλεστείτε
Part
iciple
Pres αλέθοντας
Perf έχοντας αλέσει, έχοντας αλεσμένο αλεσμένος, -η, -ο αλεσμένοι, -ες, -α
Infin Aorist αλέσει αλεστεί