ΑΞΙΖΩ
I deserve
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
αξίζω αξίζουμε, αξίζομε
αξίζεις αξίζετε
αξίζει αξίζουν(ε)
Imper
fect
άξιζα αξίζαμε
άξιζες αξίζατε
άξιζε άξιζαν, αξίζαν(ε)
Fut
ure
Cont
inuous
θα αξίζω θα αξίζουμε, θα αξίζομε
θα αξίζεις θα αξίζετε
θα αξίζει θα αξίζουν(ε)
SUB
JUNC
TIVE
Pres
ent
να αξίζω να αξίζουμε, να αξίζομε
να αξίζεις να αξίζετε
να αξίζει να αξίζουν(ε)
Imper
ative
Pres άξιζε αξίζετε
Part
iciple
Pres αξίζοντας