ΥΠΟΧΡΕΩΝΩ
I oblige
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
υποχρεώνω υποχρεώνουμε, υποχρεώνομε υποχρεώνομαι υποχρεωνόμαστε
υποχρεώνεις υποχρεώνετε υποχρεώνεσαι υποχρεώνεστε, υποχρεωνόσαστε
υποχρεώνει υποχρεώνουν(ε) υποχρεώνεται υποχρεώνονται
Imper
fect
υποχρέωνα υποχρεώναμε υποχρεωνόμουν(α) υποχρεωνόμαστε, υποχρεωνόμασταν
υποχρέωνες υποχρεώνατε υποχρεωνόσουν(α) υποχρεωνόσαστε, υποχρεωνόσασταν
υποχρέωνε υποχρέωναν, υποχρεώναν(ε) υποχρεωνόταν(ε) υποχρεώνονταν, υποχρεωνόντανε, υποχρεωνόντουσαν
Aorist υποχρέωσα υποχρεώσαμε υποχρεώθηκα υποχρεωθήκαμε
υποχρέωσες υποχρεώσατε υποχρεώθηκες υποχρεωθήκατε
υποχρέωσε υποχρέωσαν, υποχρεώσαν(ε) υποχρεώθηκε υποχρεώθηκαν, υποχρεωθήκαν(ε)
Per
fect
έχω υποχρεώσει
έχω υποχρεωμένο
έχουμε υποχρεώσει
έχουμε υποχρεωμένο
έχω υποχρεωθεί
είμαι υποχρεωμένος, -η
έχουμε υποχρεωθεί
είμαστε υποχρεωμένοι, -ες
έχεις υποχρεώσει
έχεις υποχρεωμένο
έχετε υποχρεώσει
έχετε υποχρεωμένο
έχεις υποχρεωθεί
είσαι υποχρεωμένος, -η
έχετε υποχρεωθεί
είστε υποχρεωμένοι, -ες
έχει υποχρεώσει
έχει υποχρεωμένο
έχουν υποχρεώσει
έχουν υποχρεωμένο
έχει υποχρεωθεί
είναι υποχρεωμένος, -η, -ο
έχουν υποχρεωθεί
είναι υποχρεωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα υποχρεώσει
είχα υποχρεωμένο
είχαμε υποχρεώσει
είχαμε υποχρεωμένο
είχα υποχρεωθεί
ήμουν υποχρεωμένος, -η
είχαμε υποχρεωθεί
ήμαστε υποχρεωμένοι, -ες
είχες υποχρεώσει
είχες υποχρεωμένο
είχατε υποχρεώσει
είχατε υποχρεωμένο
είχες υποχρεωθεί
ήσουν υποχρεωμένος, -η
είχατε υποχρεωθεί
ήσαστε υποχρεωμένοι, -ες
είχε υποχρεώσει
είχε υποχρεωμένο
είχαν υποχρεώσει
είχαν υποχρεωμένο
είχε υποχρεωθεί
ήταν υποχρεωμένος, -η, -ο
είχαν υποχρεωθεί
ήταν υποχρεωμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα υποχρεώνω θα υποχρεώνουμε, θα υποχρεώνομε θα υποχρεώνομαι θα υποχρεωνόμαστε
θα υποχρεώνεις θα υποχρεώνετε θα υποχρεώνεσαι θα υποχρεώνεστε, θα υποχρεωνόσαστε
θα υποχρεώνει θα υποχρεώνουν(ε) θα υποχρεώνεται θα υποχρεώνονται
Simp
Fut
θα υποχρεώσω θα υποχρεώσουμε, θα υποχρεώσομε θα υποχρεωθώ θα υποχρεωθούμε
θα υποχρεώσεις θα υποχρεώσετε θα υποχρεωθείς θα υποχρεωθείτε
θα υποχρεώσει θα υποχρεώσουν θα υποχρεωθεί θα υποχρεωθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω υποχρεώσει
θα έχω υποχρεωμένο
θα έχουμε υποχρεώσει
θα έχουμε υποχρεωμένο
θα έχω υποχρεωθεί
θα είμαι υποχρεωμένος, -η
θα έχουμε υποχρεωθεί
θα είμαστε υποχρεωμένοι, -ες
θα έχεις υποχρεώσει
θα έχεις υποχρεωμένο
θα έχετε υποχρεώσει
θα έχετε υποχρεωμένο
θα έχεις υποχρεωθεί
θα είσαι υποχρεωμένος, -η
θα έχετε υποχρεωθεί
θα είστε υποχρεωμένοι, -ες
θα έχει υποχρεώσει
θα έχει υποχρεωμένο
θα έχουν υποχρεώσει
θα έχουν υποχρεωμένο
θα έχει υποχρεωθεί
θα είναι υποχρεωμένος, -η, -ο
θα έχουν υποχρεωθεί
θα είναι υποχρεωμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να υποχρεώνω να υποχρεώνουμε, να υποχρεώνομε να υποχρεώνομαι να υποχρεωνόμαστε
να υποχρεώνεις να υποχρεώνετε να υποχρεώνεσαι να υποχρεώνεστε, να υποχρεωνόσαστε
να υποχρεώνει να υποχρεώνουν(ε) να υποχρεώνεται να υποχρεώνονται
Aorist να υποχρεώσω να υποχρεώσουμε, να υποχρεώσομε να υποχρεωθώ να υποχρεωθούμε
να υποχρεώσεις να υποχρεώσετε να υποχρεωθείς να υποχρεωθείτε
να υποχρεώσει να υποχρεώσουν(ε) να υποχρεωθεί να υποχρεωθούν(ε)
Perf να έχω υποχρεώσει
να έχω υποχρεωμένο
να έχουμε υποχρεώσει
να έχουμε υποχρεωμένο
να έχω υποχρεωθεί
να είμαι υποχρεωμένος, -η
να έχουμε υποχρεωθεί
να είμαστε υποχρεωμένοι, -ες
να έχεις υποχρεώσει
να έχεις υποχρεωμένο
να έχετε υποχρεώσει
να έχετε υποχρεωμένο
να έχεις υποχρεωθεί
να είσαι υποχρεωμένος, -η
να έχετε υποχρεωθεί
να είστε υποχρεωμένοι, -ες
να έχει υποχρεώσει
να έχει υποχρεωμένο
να έχουν υποχρεώσει
να έχουν υποχρεωμένο
να έχει υποχρεωθεί
να είναι υποχρεωμένος, -η, -ο
να έχουν υποχρεωθεί
να είναι υποχρεωμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres υποχρέωνε υποχρεώνετε υποχρεώνεστε
Aorist υποχρέωσε υποχρεώστε, υποχρεώσετε υποχρεώσου υποχρεωθείτε
Part
iciple
Pres υποχρεώνοντας
Perf έχοντας υποχρεώσει, έχοντας υποχρεωμένο υποχρεωμένος, -η, -ο υποχρεωμένοι, -ες, -α
Infin Aorist υποχρεώσει υποχρεωθεί