ΥΠΟΛΕΙΠΟΜΑΙ I am left |
Passive | ||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
υπολείπομαι | υπολειπόμαστε |
υπολείπεσαι | υπολείπεστε, υπολειπόσαστε | ||
υπολείπεται | υπολείπονται | ||
Imper fect |
υπολειπόμουν(α) | υπολειπόμαστε, υπολειπόμασταν | |
υπολειπόσουν(α) | υπολειπόσαστε, υπολειπόσασταν | ||
υπολειπόταν(ε) | υπολείπονταν, υπολειπόντανε, υπολειπόντουσαν | ||
Aorist | υπολείφθηκα, υπολείφτηκα | υπολειφθήκαμε, υπολειφτήκαμε | |
υπολείφθηκες, υπολείφτηκες | υπολειφθήκατε, υπολειφτήκατε | ||
υπολείφθηκε, υπολείφτηκε | υπολείφθηκαν, υπολειφθήκαν(ε), υπολείφτηκαν, υπολειφτήκαν(ε) | ||
Per fect |
|||
Plu per fect |
|||
Fut ure Cont inuous |
θα υπολείπομαι | θα υπολειπόμαστε | |
θα υπολείπεσαι | θα υπολείπεστε, |
||
θα υπολείπεται | θα υπολείπονται | ||
Simp Fut |
θα υπολειφθώ, θα υπολειφτώ | θα υπολειφθούμε, θα υπολειφτούμε | |
θα υπολειφθείς, θα υπολειφτείς | θα υπολειφθείτε, θα υπολειφτείτε | ||
θα υπολειφθεί, θα υπολειφτεί | θα υπολειφθούν(ε), θα υπολειφτούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να υπολείπομαι | να υπολειπόμαστε |
να υπολείπεσαι | να υπολείπεστε, |
||
να υπολείπεται | να υπολείπονται | ||
Aorist | να υπολειφθώ, να υπολειφτώ | να υπολειφθούμε, να υπολειφτούμε | |
να υπολειφθείς, να υπολειφτείς | να υπολειφθείτε, να υπολειφτείτε | ||
να υπολειφθεί, να υπολειφτεί | να υπολειφθούν(ε), να υπολειφτούν(ε) | ||
Perf | |||
Imper ative |
Pres | υπολείπεστε | |
Aorist | υπολείψου | υπολειφθείτε, υπολειφτείτε | |
Part iciple |
Pres | υπολειπόμενος | |
Perf | |||
Infin | Aorist | υπολειφθεί, υπολειφτεί |