ΥΠΑΚΟΥΩ
I obey
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
υπακούω υπακούουμε
υπακούς υπακούτε
υπακούει υπακούν(ε)
Imper
fect
υπάκουγα υπακούγαμε
υπάκουγες υπακούγατε
υπάκουγε υπάκουγαν, υπακούγαν(ε)
Aorist υπάκουσα υπακούσαμε
υπάκουσες υπακούσατε
υπάκουσε υπάκουσαν, υπακούσαν(ε)
Per
fect
έχω υπακούσει έχουμε υπακούσει
έχεις υπακούσει έχετε υπακούσει
έχει υπακούσει έχουν υπακούσει
Plu
per
fect
είχα υπακούσει είχαμε υπακούσει
είχες υπακούσει είχατε υπακούσει
είχε υπακούσει είχαν υπακούσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα υπακούω θα υπακούμε
θα υπακούς θα υπακούτε
θα υπακούει θα υπακούν(ε)
Simp
Fut
θα υπακούσω θα υπακούσουμε, θα υπακούσομε
θα υπακούσεις θα υπακούσετε
θα υπακούσει θα υπακούσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω υπακούσει θα έχουμε υπακούσει
θα έχεις υπακούσει θα έχετε υπακούσει
θα έχει υπακούσει θα έχουν υπακούσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να υπακούω να υπακούομε
να υπακούς να υπακούτε
να υπακούει να υπακούν(ε)
Aorist να υπακούσω να υπακούσουμε, να υπακούσομε
να υπακούσεις να υπακούσετε
να υπακούσει να υπακούσουν(ε)
Perf να έχω υπακούσει να έχουμε υπακούσει
να έχεις υπακούσει να έχετε υπακούσει
να έχει υπακούσει να έχουν υπακούσει
Imper
ative
Pres υπάκουγε υπακούτε
Aorist υπάκουσε υπακούστε
Part
iciple
Pres υπακούγοντας
Perf έχοντας υπακούσει
Infin Aorist υπακούσει