ΘΥΜΙΖΩ
I remind
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
θυμίζω θυμίζουμε, θυμίζομε
θυμίζεις θυμίζετε
θυμίζει θυμίζουν(ε)
Imper
fect
θύμιζα θυμίζαμε
θύμιζες θυμίζατε
θύμιζε θύμιζαν, θυμίζαν(ε)
Aorist θύμισα θυμίσαμε
θύμισες θυμίσατε
θύμισε θύμισαν, θυμίσαν(ε)
Per
fect
έχω θυμίσει έχουμε θυμίσει
έχεις θυμίσει έχετε θυμίσει
έχει θυμίσει έχουν θυμίσει
Plu
per
fect
είχα θυμίσει είχαμε θυμίσει
είχες θυμίσει είχατε θυμίσει
είχε θυμίσει είχαν θυμίσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα θυμίζω θα θυμίζουμε, θα θυμίζομε
θα θυμίζεις θα θυμίζετε
θα θυμίζει θα θυμίζουν(ε)
Simp
Fut
θα θυμίσω θα θυμίσουμε, θα θυμίζομε
θα θυμίσεις θα θυμίσετε
θα θυμίσει θα θυμίσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω θυμίσει θα έχουμε θυμίσει
θα έχεις θυμίσει θα έχετε θυμίσει
θα έχει θυμίσει θα έχουν θυμίσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να θυμίζω να θυμίζουμε, να θυμίζομε
να θυμίζεις να θυμίζετε
να θυμίζει να θυμίζουν(ε)
Aorist να θυμίσω να θυμίσουμε, να θυμίσομε
να θυμίσεις να θυμίσετε
να θυμίσει να θυμίσουν(ε)
Perf να έχω θυμίσει να έχουμε θυμίσει
να έχεις θυμίσει να έχετε θυμίσει
να έχει θυμίσει να έχουν θυμίσει
Imper
ative
Pres θύμιζε θυμίζετε
Aorist θύμισε θυμίσετε
Part
iciple
Pres θυμίζοντας
Perf έχοντας θυμίσει
Infin Aorist θυμίσει