ΣΥΝΕΡΧΟΜΑΙ
Ι come …
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
συνέρχομαι συνερχόμαστε
συνέρχεσαι συνέρχεστε, συνερχόσαστε
συνέρχεται συνέρχονται
Imper
fect
συνερχόμουν(α) συνερχόμαστε
συνερχόσουν(α) συνερχόσαστε
συνερχόταν(ε) συνέρχονταν
Aorist συνήλθα συνήλθαμε
συνήλθες συνήλθατε
συνήλθε συνήλθαν(ε)
Per
fect
έχω συνέλθει έχουμε συνέλθει
έχεις συνέλθει έχετε συνέλθει
έχει συνέλθει έχουν συνέλθει
Plu
per
fect
είχα συνέλθει είχαμε συνέλθει
είχες συνέλθει είχατε συνέλθει
είχε συνέλθει είχαν συνέλθει
Fut
ure
Cont
inuous
θα συνέρχομαι θα συνερχόμαστε
θα συνέρχεσαι θα συνέρχεστε, θα συνερχόσαστε
θα συνέρχεται θα συνέρχονται
Simp
Fut
θα συνέλθω θα συνέλθουμε, θα συνέλθομε
θα συνέλθεις θα συνέλθετε
θα συνέλθει θα συνέλθουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω συνέλθει θα έχουμε συνέλθει
θα έχεις συνέλθει θα έχετε συνέλθει
θα έχει συνέλθει θα έχουν συνέλθει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να συνέρχομαι να συνερχόμαστε
να συνέρχεσαι να συνέρχεστε, να συνερχόσαστε
να συνέρχεται να συνέρχονται
Aorist να συνέλθω να συνέλθουμε
να συνέλθεις να συνέλθετε
να συνέλθει να συνέλθουν(ε)
Perf να έχω συνέλθει να έχουμε συνέλθει
να έχεις συνέλθει να έχετε συνέλθει
να έχει συνέλθει να έχουν συνέλθει
Imper
ative
Pres συνέρχεστε
Aorist σύνελθε συνέλθετε
Part
iciple
Pres συνερχόμενος
Perf
Infin Aorist συνέλθει