ΣΥΜΠΑΡΑ-
I support
Active Medio-Passive
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
συμπαραστέκομαι συμπαραστεκόμαστε
συμπαραστέκεσαι συμπαραστέκεστε, συμπαραστεκόσαστε
συμπαραστέκεται συμπαραστέκονται
Imper
fect
συμπαραστεκόμουν(α) συμπαραστεκόμαστε, συμπαραστεκόμασταν
συμπαραστεκόσουν(α) συμπαραστεκόσαστε, συμπαραστεκόσασταν
συμπαραστεκόταν(ε) συμπαραστέκονταν, συμπαραστεκόντανε, συμπαραστεκόντουσαν
Aorist συμπαραστάθηκα συμπαρασταθήκαμε
συμπαραστάθηκες συμπαρασταθήκατε
συμπαραστάθηκε συμπαραστάθηκαν, συμπαρασταθήκαν(ε)
Per
fect
έχω συμπαρασταθεί έχουμε συμπαρασταθεί
έχεις συμπαρασταθεί έχετε συμπαρασταθεί
έχει συμπαρασταθεί έχουν συμπαρασταθεί
Plu
per
fect
είχα συμπαρασταθεί είχαμε συμπαρασταθεί
είχες συμπαρασταθεί είχατε συμπαρασταθεί
είχε συμπαρασταθεί είχαν συμπαρασταθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα συμπαραστέκομαι θα συμπαραστεκόμαστε
θα συμπαραστέκεσαι θα συμπαραστέκεστε, θα συμπαραστεκόσαστε
θα συμπαραστέκεται θα συμπαραστέκονται
Simp
Fut
θα συμπαρασταθώ θα συμπαρασταθούμε
θα συμπαρασταθείς θα συμπαρασταθείτε
θα συμπαρασταθεί θα συμπαρασταθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω συμπαρασταθεί θα έχουμε συμπαρασταθεί
θα έχεις συμπαρασταθεί θα έχετε συμπαρασταθεί
θα έχει συμπαρασταθεί θα έχουν συμπαρασταθεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να συμπαραστέκομαι να συμπαραστεκόμαστε
να συμπαραστέκεσαι να συμπαραστέκεστε, να συμπαραστεκόσαστε
να συμπαραστέκεται να συμπαραστέκονται
Aorist να συμπαρασταθώ να συμπαρασταθούμε
να συμπαρασταθείς να συμπαρασταθείτε
να συμπαρασταθεί να συμπαρασταθούν(ε)
Perf να έχω συμπαρασταθεί να έχουμε συμπαρασταθεί
να έχεις συμπαρασταθεί να έχετε συμπαρασταθεί
να έχει συμπαρασταθεί να έχουν συμπαρασταθεί
Imper
ative
Pres συμπαραστέκεστε, συμπαραστέκετε
Aorist συμπαραστάσου, συμπαραστέκα συμπαρασταθείτε, συμπαραστεκάτε
Part
iciple
Pres
Perf
Infin Aorist συμπαρασταθεί