ΣΧΟΛΙΑΖΩ
I comment
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
σχολιάζω σχολιάζουμε, σχολιάζομε σχολιάζομαι σχολιαζόμαστε
σχολιάζεις σχολιάζετε σχολιάζεσαι σχολιάζεστε, σχολιαζόσαστε
σχολιάζει σχολιάζουν(ε) σχολιάζεται σχολιάζονται
Imper
fect
σχολίαζα σχολιάζαμε σχολιαζόμουν(α) σχολιαζόμαστε, σχολιαζόμασταν
σχολίαζες σχολιάζατε σχολιαζόσουν(α) σχολιαζόσαστε, σχολιαζόσασταν
σχολίαζε σχολίαζαν, σχολιάζαν(ε) σχολιαζόταν(ε) σχολιάζονταν, σχολιαζόντανε, σχολιαζόντουσαν
Aorist σχολίασα σχολιάσαμε σχολιάστηκα σχολιαστήκαμε
σχολίασες σχολιάσατε σχολιάστηκες σχολιαστήκατε
σχολίασε σχολίασαν, σχολιάσαν(ε) σχολιάστηκε σχολιάστηκαν, σχολιαστήκαν(ε)
Per
fect
έχω σχολιάσει
έχω σχολιασμένο
έχουμε σχολιάσει
έχουμε σχολιασμένο
έχω σχολιαστεί
είμαι σχολιασμένος, -η
έχουμε σχολιαστεί
είμαστε σχολιασμένοι, -ες
έχεις σχολιάσει
έχεις σχολιασμένο
έχετε σχολιάσει
έχετε σχολιασμένο
έχεις σχολιαστεί
είσαι σχολιασμένος, -η
έχετε σχολιαστεί
είστε σχολιασμένοι, -ες
έχει σχολιάσει
έχει σχολιασμένο
έχουν σχολιάσει
έχουν σχολιασμένο
έχει σχολιαστεί
είναι σχολιασμένος, -η, -ο
έχουν σχολιαστεί
είναι σχολιασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα σχολιάσει
είχα σχολιασμένο
είχαμε σχολιάσει
είχαμε παρουσισμένο
είχα σχολιαστεί
ήμουν σχολιασμένος, -η
είχαμε σχολιαστεί
ήμαστε σχολιασμένοι, -ες
είχες σχολιάσει
είχες σχολιασμένο
είχατε σχολιάσει
είχατε σχολιασμένο
είχες σχολιαστεί
ήσουν σχολιασμένος, -η
είχατε σχολιαστεί
ήσαστε σχολιασμένοι, -ες
είχε σχολιάσει
είχε σχολιασμένο
είχαν σχολιάσει
είχαν σχολιασμένο
είχε σχολιαστεί
ήταν σχολιασμένος, -η, -ο
είχαν σχολιαστεί
ήταν σχολιασμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα σχολιάζω θα σχολιάζουμε, θα σχολιάζομε θα σχολιάζομαι θα σχολιαζόμαστε
θα σχολιάζεις θα σχολιάζετε θα σχολιάζεσαι θα σχολιάζεστε, θα σχολιαζόσαστε
θα σχολιάζει θα σχολιάζουν(ε) θα σχολιάζεται θα σχολιάζονται
Simp
Fut
θα σχολιάσω θα σχολιάσουμε, θα σχολιάζομε θα σχολιαστώ θα σχολιαστούμε
θα σχολιάσεις θα σχολιάσετε θα σχολιαστείς θα σχολιαστείτε
θα σχολιάσει θα σχολιάσουν(ε) θα σχολιαστεί θα σχολιαστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω σχολιάσει
θα έχω σχολιασμένο
θα έχουμε σχολιάσει
θα έχουμε σχολιασμένο
θα έχω σχολιαστεί
θα είμαι σχολιασμένος, -η
θα έχουμε σχολιαστεί
θα είμαστε σχολιασμένοι, -ες
θα έχεις σχολιάσει
θα έχεις σχολιασμένο
θα έχετε σχολιάσει
θα έχετε σχολιασμένο
θα έχεις σχολιαστεί
θα είσαι σχολιασμένος, -η
θα έχετε σχολιαστεί
θα είστε σχολιασμένοι, -ες
θα έχει σχολιάσει
θα έχει σχολιασμένο
θα έχουν σχολιάσει
θα έχουν σχολιασμένο
θα έχει σχολιαστεί
θα είναι σχολιασμένος, -η, -ο
θα έχουν σχολιαστεί
θα είναι σχολιασμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να σχολιάζω να σχολιάζουμε, να σχολιάζομε να σχολιάζομαι να σχολιαζόμαστε
να σχολιάζεις να σχολιάζετε να σχολιάζεσαι να σχολιάζεστε, να σχολιαζόσαστε
να σχολιάζει να σχολιάζουν(ε) να σχολιάζεται να σχολιάζονται
Aorist να σχολιάσω να σχολιάσουμε, να σχολιάσομε να σχολιαστώ να σχολιαστούμε
να σχολιάσεις να σχολιάσετε να σχολιαστείς να σχολιαστείτε
να σχολιάσει να σχολιάσουν(ε) να σχολιαστεί να σχολιαστούν(ε)
Perf να έχω σχολιάσει
να έχω σχολιασμένο
να έχουμε σχολιάσει
να έχουμε σχολιασμένο
να έχω σχολιαστεί
να είμαι σχολιασμένος, -η
να έχουμε σχολιαστεί
να είμαστε σχολιασμένοι, -ες
να έχεις σχολιάσει
να έχεις σχολιασμένο
να έχετε σχολιάσει
να έχετε σχολιασμένο
να έχεις σχολιαστεί
να είσαι σχολιασμένος, -η
να έχετε σχολιαστεί
να είστε σχολιασμένοι, -ες
να έχει σχολιάσει
να έχει σχολιασμένο
να έχουν σχολιάσει
να έχουν σχολιασμένο
να έχει σχολιαστεί
να είναι σχολιασμένος, -η, -ο
να έχουν σχολιαστεί
να είναι σχολιασμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres σχολίαζε σχολιάζετε σχολιάζεστε
Aorist σχολίασε σχολιάστε σχολιάσου σχολιαστείτε
Part
iciple
Pres σχολιάζοντας σχολιαζόμενος
Perf έχοντας σχολιάσει, έχοντας σχολιασμένο σχολιασμένος, -η, -ο σχολιασμένοι, -ες, -α
Infin Aorist σχολιάσει σχολιαστεί