ΣΥΖΗΤΩ I discuss |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
συζητάω, συζητώ |
συζητάμε, συζητούμε |
συζητιέμαι |
συζητιόμαστε |
συζητάς |
συζητάτε |
συζητιέσαι |
συζητιέστε, συζητιόσαστε |
συζητάει, συζητά |
συζητάν(ε), συζητούν(ε) |
συζητιέται |
συζητιούνται, συζητιόνται |
Imper fect |
συζητούσα, συζήταγα |
συζητούσαμε, συζητάγαμε |
συζητιόμουν(α) |
συζητιόμαστε, συζητιόμασταν |
συζητούσες, συζήταγες |
συζητούσατε, συζητάγατε |
συζητιόσουν(α) |
συζητιόσαστε, συζητιόσασταν |
συζητούσε, συζήταγε |
συζητούσαν(ε), συζήταγαν, συζητάγανε |
συζητιόταν(ε) |
συζητιόνταν(ε), συζητιούνταν, συζητιόντουσαν |
Aorist |
συζήτησα |
συζητήσαμε |
συζητήθηκα |
συζητηθήκαμε |
συζήτησες |
συζητήσατε |
συζητήθηκες |
συζητηθήκατε |
συζήτησε |
συζήτησαν, συζητήσαν(ε) |
συζητήθηκε |
συζητήθηκαν, συζητηθήκαν(ε) |
Perf ect |
έχω συζητήσει
έχω συζητημένο |
έχουμε συζητήσει
έχουμε συζητημένο |
έχω συζητηθεί
είμαι συζητημένος, -η |
έχουμε συζητηθεί
είμαστε συζητημένοι, -ες |
έχεις συζητήσει
έχεις συζητημένο |
έχετε συζητήσει
έχετε συζητημένο |
έχεις συζητηθεί
είσαι συζητημένος, -η |
έχετε συζητηθεί
είστε συζητημένοι, -ες |
έχει συζητήσει
έχει συζητημένο |
έχουν συζητήσει
έχουν συζητημένο |
έχει συζητηθεί
είναι συζητημένος, -η, -ο |
έχουν συζητηθεί
είναι συζητημένοι, -ες, -α |
Plu perf ect |
είχα συζητήσει
είχα συζητημένο |
είχαμε συζητήσει
είχαμε συζητημένο |
είχα συζητηθεί
ήμουν συζητημένος, -η |
είχαμε συζητηθεί
ήμαστε συζητημένοι, -ες |
είχες συζητήσει
είχες συζητημένο |
είχατε συζητήσει
είχατε συζητημένο |
είχες συζητηθεί
ήσουν συζητημένος, -η |
είχατε συζητηθεί
ήσαστε συζητημένοι, -ες |
είχε συζητήσει
είχε συζητημένο |
είχαν συζητήσει
είχαν συζητημένο |
είχε συζητηθεί
ήταν συζητημένος, -η, -ο |
είχαν συζητηθεί
ήταν συζητημένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα συζητάω, θα συζητώ |
θα συζητάμε, θα συζητούμε |
θα συζητιέμαι |
θα συζητιόμαστε |
θα συζητάς |
θα συζητάτε |
θα συζητιέσαι |
θα συζητιέστε, θα συζητιόσαστε |
θα συζητάει, θα συζητά |
θα συζητάν(ε), θα συζητούν(ε) |
θα συζητιέται |
θα συζητιούνται, θα συζητιόνται |
Simp Fut |
θα συζητήσω |
θα συζητήσουμε, θα συζητήσομε |
θα συζητηθώ |
θα συζητηθούμε |
θα συζητήσεις |
θα συζητήσετε |
θα συζητηθείς |
θα συζητηθείτε |
θα συζητήσει |
θα συζητήσουν(ε) |
θα συζητηθεί |
θα συζητηθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω συζητήσει
θα έχω συζητημένο |
θα έχουμε συζητήσει
θα έχουμε συζητημένο |
θα έχω συζητηθεί
θα είμαι συζητημένος, -η |
θα έχουμε συζητηθεί
θα είμαστε συζητημένοι, -ες |
θα έχεις συζητήσει
θα έχεις συζητημένο |
θα έχετε συζητήσει
θα έχετε συζητημένο |
θα έχεις συζητηθεί
θα είσαι συζητημένος, -η |
θα έχετε συζητηθεί
θα είστε συζητημένοι, -ες |
θα έχει συζητήσει
θα έχει συζητημένο |
θα έχουν συζητήσει
θα έχουν συζητημένο |
θα έχει συζητηθεί
θα είναι συζητημένος, -η, -ο |
θα έχουν συζητηθεί
θα είναι συζητημένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να συζητάω, να συζητώ |
να συζητάμε, να συζητούμε |
να συζητιέμαι |
να συζητιόμαστε |
να συζητάς |
να συζητάτε |
να συζητιέσαι |
να συζητιέστε, να συζητιόσαστε |
να συζητάει, να συζητά |
να συζητάν(ε), να συζητούν(ε) |
να συζητιέται |
να συζητιούνται, να συζητιόνται |
Aorist |
να συζητήσω |
να συζητήσουμε, να συζητήσομε |
να συζητηθώ |
να συζητηθούμε |
να συζητήσεις |
να συζητήσετε |
να συζητηθείς |
να συζητηθείτε |
να συζητήσει |
να συζητήσουν(ε) |
να συζητηθεί |
να συζητηθούν(ε) |
Perf |
να έχω συζητήσει
να έχω συζητημένο |
να έχουμε συζητήσει
να έχουμε συζητημένο |
να έχω συζητηθεί
να είμαι συζητημένος, -η |
να έχουμε συζητηθεί
να είμαστε συζητημένοι, -ες |
να έχεις συζητήσει
να έχεις συζητημένο |
να έχετε συζητήσει
να έχετε συζητημένο |
να έχεις συζητηθεί
να είσαι συζητημένος, -η |
να έχετε συζητηθεί
να είστε συζητημένοι, -η |
να έχει συζητήσει
να έχει συζητημένο |
να έχουν συζητήσει
να έχουν συζητημένο |
να έχει συζητηθεί
να είναι συζητημένος, -η, -ο |
να έχουν συζητηθεί
να είναι συζητημένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
συζήτα, συζήταγε |
συζητάτε |
|
συζητιέστε |
Aorist |
συζήτησε, συζήτα |
συζητήστε |
συζητήσου |
συζητηθείτε |
Part iciple |
Pres |
συζητώντας |
|
Perf |
έχοντας συζητήσει, έχοντας συζητημένο |
συζητημένος, -η, -ο |
συζητημένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
συζητήσει |
συζητηθεί |