ΣΩΠΑΙΝΩ
I am silent
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
σωπαίνω σωπαίνουμε, σωπαίνομε
σωπαίνεις σωπαίνετε
σωπαίνει σωπαίνουν(ε)
Imper
fect
σώπαινα σωπαίναμε
σώπαινες σωπαίνατε
σώπαινε σώπαιναν, σωπαίναν(ε)
Aorist σώπασα σωπάσαμε
σώπασες σωπάσατε
σώπασε σώπασαν, σωπάσαν(ε)
Per
fect
έχω σωπάσει έχουμε σωπάσει
έχεις σωπάσει έχετε σωπάσει
έχει σωπάσει έχουν σωπάσει
Plu
per
fect
είχα σωπάσει είχαμε σωπάσει
είχες σωπάσει είχατε σωπάσει
είχε σωπάσει είχαν σωπάσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα σωπαίνω θα σωπαίνουμε, θα σωπαίνομε
θα σωπαίνεις θα σωπαίνετε
θα σωπαίνει θα σωπαίνουν(ε)
Simp
Fut
θα σωπάσω θα σωπάσουμε, θα σωπάσομε
θα σωπάσεις θα σωπάσετε
θα σωπάσει θα σωπάσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω σωπάσει θα έχουμε σωπάσει
θα έχεις σωπάσει θα έχετε σωπάσει
θα έχει σωπάσει θα έχουν σωπάσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να σωπαίνω να σωπαίνουμε, να σωπαίνομε
να σωπαίνεις να σωπαίνετε
να σωπαίνει να σωπαίνουν(ε)
Aorist να σωπάσω να σωπάσουμε, να σωπάσομε
να σωπάσεις να σωπάσετε
να σωπάσει να σωπάσουν(ε)
Perf να έχω σωπάσει να έχουμε σωπάσει
να έχεις σωπάσει να έχετε σωπάσει
να έχει σωπάσει να έχουν σωπάσει
Imper
ative
Pres σώπαινε σωπαίνετε
Aorist σώπασε, σώπα σωπάστε
Part
iciple
Pres σωπαίνοντας
Perf έχοντας σωπάσει
Infin Aorist σωπάσει