ΣΚΛΗΡΑΙΝΩ
I harden
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
σκληραίνω σκληραίνουμε, σκληραίνομε
σκληραίνεις σκληραίνετε
σκληραίνει σκληραίνουν(ε)
Imper
fect
σκλήραινα σκληραίναμε
σκλήραινες σκληραίνατε
σκλήραινε σκλήραιναν, σκληραίναν(ε)
Aorist σκλήρυνα σκληρύναμε
σκλήρυνες σκληρύνατε
σκλήρυνε σκλήρυναν, σκληρύναν(ε)
Per
fect
έχω σκληρύνει έχουμε σκληρύνει
έχεις σκληρύνει έχετε σκληρύνει
έχει σκληρύνει έχουν σκληρύνει
Plu
per
fect
είχα σκληρύνει είχαμε σκληρύνει
είχες σκληρύνει είχατε σκληρύνει
είχε σκληρύνει είχαν σκληρύνει
Fut
ure
Cont
inuous
θα σκληραίνω θα σκληραίνουμε, θα σκληραίνομε
θα σκληραίνεις θα σκληραίνετε
θα σκληραίνει θα σκληραίνουν(ε)
Simp
Fut
θα σκληρύνω θα σκληρύνουμε, θα σκληρύνομε
θα σκληρύνεις θα σκληρύνετε
θα σκληρύνει θα σκληρύνουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω σκληρύνει θα έχουμε σκληρύνει
θα έχεις σκληρύνει θα έχετε σκληρύνει
θα έχει σκληρύνει θα έχουν σκληρύνει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να σκληραίνω να σκληραίνουμε, να σκληραίνομε
να σκληραίνεις να σκληραίνετε
να σκληραίνει να σκληραίνουν(ε)
Aorist να σκληρύνω να σκληρύνουμε, να σκληρύνομε
να σκληρύνεις να σκληρύνετε
να σκληρύνει να σκληρύνουν(ε)
Perf να έχω σκληρύνει να έχουμε σκληρύνει
να έχεις σκληρύνει να έχετε σκληρύνει
να έχει σκληρύνει να έχουν σκληρύνει
Imper
ative
Pres σκλήραινε σκληραίνετε
Aorist σκλήρυνε σκληρύνετε
Part
iciple
Pres σκληραίνοντας
Perf έχοντας σκληρύνει
Infin Aorist σκληρύνει