ΣΚΗΝΟΘΕΤΩ I stage |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
σκηνοθετώ |
σκηνοθετούμε |
σκηνοθετούμαι |
σκηνοθετούμαστε |
σκηνοθετείς |
σκηνοθετείτε |
σκηνοθετείσαι |
σκηνοθετείστε |
σκηνοθετεί |
σκηνοθετούν(ε) |
σκηνοθετείται |
σκηνοθετούνται |
Imper fect |
σκηνοθετούσα |
σκηνοθετούσαμε |
σκηνοθετούμουν |
σκηνοθετούμαστε |
σκηνοθετούσες |
σκηνοθετούσατε |
|
|
σκηνοθετούσε |
σκηνοθετούσαν(ε) |
σκηνοθετούνταν, σκηνοθετείτο |
σκηνοθετούνταν, σκηνοθετούντο |
Aorist |
σκηνοθέτησα |
σκηνοθετήσαμε |
σκηνοθετήθηκα |
σκηνοθετηθήκαμε |
σκηνοθέτησες |
σκηνοθετήσατε |
σκηνοθετήθηκες |
σκηνοθετηθήκατε |
σκηνοθέτησε |
σκηνοθέτησαν, σκηνοθετήσαν(ε) |
σκηνοθετήθηκε |
σκηνοθετήθηκαν, σκηνοθετηθήκαν(ε) |
Perf ect |
έχω σκηνοθετήσει
έχω σκηνοθετημένο |
έχουμε σκηνοθετήσει
έχουμε σκηνοθετημένο |
έχω σκηνοθετηθεί
είμαι σκηνοθετημένος, -η |
έχουμε σκηνοθετηθεί
είμαστε σκηνοθετημένοι, -ες |
έχεις σκηνοθετήσει
έχεις σκηνοθετημένο |
έχετε σκηνοθετήσει
έχετε σκηνοθετημένο |
έχεις σκηνοθετηθεί
είσαι σκηνοθετημένος, -η |
έχετε σκηνοθετηθεί
είστε σκηνοθετημένοι, -ες |
έχει σκηνοθετήσει
έχει σκηνοθετημένο |
έχουν σκηνοθετήσει
έχουν σκηνοθετημένο |
έχει σκηνοθετηθεί
είναι σκηνοθετημένος, -η, -ο |
έχουν σκηνοθετηθεί
είναι σκηνοθετημένοι, -ές, -α |
Plu perf ect |
είχα σκηνοθετήσει
είχα σκηνοθετημένο |
είχαμε σκηνοθετήσει
είχαμε σκηνοθετημένο |
είχα σκηνοθετηθεί
ήμουν σκηνοθετημένος, -η |
είχαμε σκηνοθετηθεί
ήμαστε σκηνοθετημένοι, -ες |
είχες σκηνοθετήσει
είχες σκηνοθετημένο |
είχατε σκηνοθετήσει
είχατε σκηνοθετημένο |
είχες σκηνοθετηθεί
ήσουν σκηνοθετημένος, -η |
είχατε σκηνοθετηθεί
ήσαστε σκηνοθετημένοι, -ες |
είχε σκηνοθετήσει
είχε σκηνοθετημένο |
είχαν σκηνοθετήσει
είχαν σκηνοθετημένο |
είχε σκηνοθετηθεί
ήταν σκηνοθετημένος, -η, -ο |
είχαν σκηνοθετηθεί
ήταν σκηνοθετημένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα σκηνοθετώ |
θα σκηνοθετούμε |
θα σκηνοθετούμαι |
θα σκηνοθετούμαστε |
θα σκηνοθετείς |
θα σκηνοθετείτε |
θα σκηνοθετείσαι |
θα σκηνοθετείστε |
θα σκηνοθετεί |
θα σκηνοθετούν(ε) |
θα σκηνοθετείται |
θα σκηνοθετούνται |
Simp Fut |
θα σκηνοθετήσω |
θα σκηνοθετήσουμε |
θα σκηνοθετηθώ |
θα σκηνοθετηθούμε |
θα σκηνοθετήσεις |
θα σκηνοθετήσετε |
θα σκηνοθετηθείς |
θα σκηνοθετηθείτε |
θα σκηνοθετήσει |
θα σκηνοθετήσουν(ε) |
θα σκηνοθετηθεί |
θα σκηνοθετηθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω σκηνοθετήσει
θα έχω σκηνοθετημένο |
θα έχουμε σκηνοθετήσει
θα έχουμε σκηνοθετημένο |
θα έχω σκηνοθετηθεί
θα είμαι σκηνοθετημένος, -η |
θα έχουμε σκηνοθετηθεί
θα είμαστε σκηνοθετημένοι, -ες |
θα έχεις σκηνοθετήσει
θα έχεις σκηνοθετημένο |
θα έχετε σκηνοθετήσει
θα έχετε σκηνοθετημένο |
θα έχεις σκηνοθετηθεί
θα είσαι σκηνοθετημένος, -η |
θα έχετε σκηνοθετηθεί
θα είστε σκηνοθετημένοι, -η |
θα έχει σκηνοθετήσει
θα έχει σκηνοθετημένο |
θα έχουν σκηνοθετήσει
θα έχουν σκηνοθετημένο |
θα έχει σκηνοθετηθεί
θα είναι σκηνοθετημένος, -η, -ο |
θα έχουν σκηνοθετηθεί
θα είναι σκηνοθετημένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να σκηνοθετώ |
να σκηνοθετούμε |
να σκηνοθετούμαι |
να σκηνοθετούμαστε |
να σκηνοθετείς |
να σκηνοθετείτε |
να σκηνοθετείσαι |
να σκηνοθετείστε |
να σκηνοθετεί |
να σκηνοθετούν(ε) |
να σκηνοθετείται |
να σκηνοθετούνται |
Aorist |
να σκηνοθετήσω |
να σκηνοθετήσουμε, να σκηνοθετήσομε |
να σκηνοθετηθώ |
να σκηνοθετηθούμε |
να σκηνοθετήσεις |
να σκηνοθετήσετε |
να σκηνοθετηθείς |
να σκηνοθετηθείτε |
να σκηνοθετήσει |
να σκηνοθετήσουν(ε) |
να σκηνοθετηθεί |
να σκηνοθετηθούν(ε) |
Perf |
να έχω σκηνοθετήσει
να έχω σκηνοθετημένο |
να έχουμε σκηνοθετήσει
να έχουμε σκηνοθετημένο |
να έχω σκηνοθετηθεί
να είμαι σκηνοθετημένος, -η |
να έχουμε σκηνοθετηθεί
να είμαστε σκηνοθετημένοι, -ες |
να έχεις σκηνοθετήσει
να έχεις σκηνοθετημένο |
να έχετε σκηνοθετήσει
να έχετε σκηνοθετημένο |
να έχεις σκηνοθετηθεί
να είσαι σκηνοθετημένος, -η |
να έχετε σκηνοθετηθεί
να είστε σκηνοθετημένοι, -ες |
να έχει σκηνοθετήσει
να έχει σκηνοθετημένο |
να έχουν σκηνοθετήσει
να έχουν σκηνοθετημένο |
να έχει σκηνοθετηθεί
να είναι σκηνοθετημένος, -η, -ο |
να έχουν σκηνοθετηθεί
να είναι σκηνοθετημένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
|
σκηνοθετείτε |
|
σκηνοθετείστε |
Aorist |
σκηνοθέτησε |
σκηνοθετήστε, σκηνοθετήσετε |
σκηνοθετήσου |
σκηνοθετηθείτε |
Part iciple |
Pres |
σκηνοθετώντας |
|
Perf |
έχοντας σκηνοθετήσει, έχοντας σκηνοθετημένο |
σκηνοθετημένος, -η, -ο |
σκηνοθετημένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
σκηνοθετήσει |
σκηνοθετηθεί |