ΡΙΨΟΚΙΝΔΥΝΕΥΩ
I risk
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ριψοκινδυνεύω ριψοκινδυνεύουμε, ριψοκινδυνεύομε
ριψοκινδυνεύεις ριψοκινδυνεύετε
ριψοκινδυνεύει ριψοκινδυνεύουν(ε)
Imper
fect
ριψοκινδύνευα ριψοκινδυνεύαμε
ριψοκινδύνευες ριψοκινδυνεύατε
ριψοκινδύνευε ριψοκινδύνευαν, ριψοκινδυνεύαν(ε)
Aorist ριψοκινδύνεψα, ριψοκινδύνευσα ριψοκινδυνέψαμε, ριψοκινδυνεύσαμε
ριψοκινδύνεψες, ριψοκινδύνευσες ριψοκινδυνέψατε, ριψοκινδυνεύσατε
ριψοκινδύνεψε, ριψοκινδύνευσε ριψοκινδύνεψαν, ριψοκινδυνεψαν(ε)
ριψοκινδύνευσαν, ριψοκινδυνεύσαν(ε)
Per
fect
έχω ριψοκινδυνέψει
έχω ριψοκινδυνεύσει
έχουμε ριψοκινδυνέψει
έχουμε ριψοκινδυνεύσει
έχεις ριψοκινδυνέψει
έχεις ριψοκινδυνεύσει
έχετε ριψοκινδυνέψει
έχετε ριψοκινδυνεύσει
έχει ριψοκινδυνέψει
έχει ριψοκινδυνεύσει
έχουν ριψοκινδυνέψει
έχουν ριψοκινδυνεύσει
Plu
per
fect
είχα ριψοκινδυνέψει
είχα ριψοκινδυνεύσει
είχαμε ριψοκινδυνέψει
είχαμε ριψοκινδυνεύσει
είχες ριψοκινδυνέψει
είχες ριψοκινδυνεύσει
είχατε ριψοκινδυνέψει
είχατε ριψοκινδυνεύσει
είχε ριψοκινδυνέψει
είχε ριψοκινδυνεύσει
είχαν ριψοκινδυνέψει
είχαν ριψοκινδυνεύσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα ριψοκινδυνεύω θα ριψοκινδυνεύουμε, θα ριψοκινδυνεύομε
θα ριψοκινδυνεύεις θα ριψοκινδυνεύετε
θα ριψοκινδυνεύει θα ριψοκινδυνεύουν(ε)
Simp
Fut
θα ριψοκινδυνέψω, θα ριψοκινδυνεύσω θα ριψοκινδυνέψουμε, θα ριψοκινδυνέψομε
θα ριψοκινδυνεύσουμε, θα ριψοκινδυνεύσομε
θα ριψοκινδυνέψεις, θα ριψοκινδυνεύσεις θα ριψοκινδυνέψετε, θα ριψοκινδυνεύσετε
θα ριψοκινδυνέψει, θα ριψοκινδυνεύσει θα ριψοκινδυνέψουν(ε), θα ριψοκινδυνεύσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ριψοκινδυνέψει
θα έχω ριψοκινδυνεύσει
θα έχουμε ριψοκινδυνέψει
θα έχουμε ριψοκινδυνεύσει
θα έχεις ριψοκινδυνέψει
θα έχεις ριψοκινδυνεύσει
θα έχετε ριψοκινδυνέψει
θα έχετε ριψοκινδυνεύσει
θα έχει ριψοκινδυνέψει
θα έχει ριψοκινδυνεύσει
θα έχουν ριψοκινδυνέψει
θα έχουν ριψοκινδυνεύσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ριψοκινδυνεύω να ριψοκινδυνεύουμε, να ριψοκινδυνεύομε
να ριψοκινδυνεύεις να ριψοκινδυνεύετε
να ριψοκινδυνεύει να ριψοκινδυνεύουν(ε)
Aorist να ριψοκινδυνέψω, να ριψοκινδυνεύσω να ριψοκινδυνέψουμε, να ριψοκινδυνέψομε
να ριψοκινδυνεύσουμε, να ριψοκινδυνεύσομε
να ριψοκινδυνέψεις, να ριψοκινδυνεύσεις να ριψοκινδυνέψετε, να ριψοκινδυνεύσετε
να ριψοκινδυνέψει, να ριψοκινδυνεύσει να ριψοκινδυνέψουν(ε), να ριψοκινδυνεύσουν(ε)
Perf να έχω ριψοκινδυνέψει
να έχω ριψοκινδυνεύσει
να έχουμε ριψοκινδυνέψει
να έχουμε ριψοκινδυνεύσει
να έχεις ριψοκινδυνέψει
να έχεις ριψοκινδυνεύσει
να έχετε ριψοκινδυνέψει
να έχετε ριψοκινδυνεύσει
να έχει ριψοκινδυνέψει
να έχει ριψοκινδυνεύσει
να έχουν ριψοκινδυνέψει
να έχουν ριψοκινδυνεύσει
Imper
ative
Pres ριψοκινδύνευε ριψοκινδυνεύετε
Aorist ριψοκινδύνεψε, ριψοκινδύνευσε ριψοκινδυνέψτε, ριψοκινδυνέψετε
ριψοκινδυνεύστε, ριψοκινδυνεύσετε
Part
iciple
Pres ριψοκινδυνεύοντας
Perf έχοντας ριψοκινδυνέψει, έχοντας ριψοκινδυνεύσει
Infin Aorist ριψοκινδυνέψει, ριψοκινδυνεύσει