ΠΡΟΤΙΜΩ
I prefer
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
προτιμάω, προτιμώ προτιμάμε, προτιμούμε προτιμιέμαι, προτιμώμαι προτιμιόμαστε, προτιμόμαστε, προτιμώμεθα
προτιμάς προτιμάτε προτιμιέσαι, προτιμάσαι προτιμιέστε, προτιμιόσαστε, προτιμάστε, προτιμάσθε
προτιμάει, προτιμά προτιμάν(ε), προτιμούν(ε) προτιμιέται, προτιμάται προτιμιούνται, προτιμιόνται, προτιμώνται
Imper
fect
προτιμούσα, προτίμαγα προτιμούσαμε, προτιμάγαμε προτιμιόμουν(α) προτιμιόμαστε, προτιμιόμασταν
προτιμούσες, προτίμαγες προτιμούσατε, προτιμάγατε προτιμιόσουν(α) προτιμιόσαστε, προτιμιόσασταν
προτιμούσε, προτίμαγε προτιμούσαν(ε), προτίμαγαν, προτιμάγανε προτιμιόταν(ε) προτιμιόνταν(ε), προτιμιούνταν, προτιμιόντουσαν
Aorist προτίμησα προτιμήσαμε προτιμήθηκα προτιμηθήκαμε
προτίμησες προτιμήσατε προτιμήθηκες προτιμηθήκατε
προτίμησε προτίμησαν, προτιμήσαν(ε) προτιμήθηκε προτιμήθηκαν, προτιμηθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω προτιμήσει έχουμε προτιμήσει έχω προτιμηθεί έχουμε προτιμηθεί
έχεις προτιμήσει έχετε προτιμήσει έχεις προτιμηθεί έχετε προτιμηθεί
έχει προτιμήσει έχουν προτιμήσει έχει προτιμηθεί έχουν προτιμηθεί
Plu
perf
ect
είχα προτιμήσει είχαμε προτιμήσει είχα προτιμηθεί είχαμε προτιμηθεί
είχες προτιμήσει είχατε προτιμήσει είχες προτιμηθεί είχατε προτιμηθεί
είχε προτιμήσει είχαν προτιμήσει είχε προτιμηθεί είχαν προτιμηθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα προτιμάω, θα προτιμώ θα προτιμάμε, θα προτιμούμε θα προτιμιέμαι, θα προτιμώμαι θα προτιμιόμαστε, θα προτιμόμαστε, θα προτιμώμεθα
θα προτιμάς θα προτιμάτε θα προτιμιέσαι, θα προτιμάσαι θα προτιμιέστε, θα προτιμιόσαστε, θα προτιμάστε, θα προτιμάσθε
θα προτιμάει, θα προτιμά θα προτιμάν(ε), θα προτιμούν(ε) θα προτιμιέται, θα προτιμάται θα προτιμιούνται, θα προτιμιόνται, θα προτιμώνται
Simp
Fut
θα προτιμήσω θα προτιμήσουμε, θα προτιμήσομε θα προτιμηθώ θα προτιμηθούμε
θα προτιμήσεις θα προτιμήσετε θα προτιμηθείς θα προτιμηθείτε
θα προτιμήσει θα προτιμήσουν(ε) θα προτιμηθεί θα προτιμηθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω προτιμήσει θα έχουμε προτιμήσει θα έχω προτιμηθεί θα έχουμε προτιμηθεί
θα έχεις προτιμήσει θα έχετε προτιμήσει θα έχεις προτιμηθεί θα έχετε προτιμηθεί
θα έχει προτιμήσει θα έχουν προτιμήσει θα έχει προτιμηθεί θα έχουν προτιμηθεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να προτιμάω, να προτιμώ να προτιμάμε, να προτιμούμε να προτιμιέμαι, να προτιμώμαι να προτιμιόμαστε, να προτιμόμαστε, να προτιμώμεθα
να προτιμάς να προτιμάτε να προτιμιέσαι, να προτιμάσαι να προτιμιέστε, να προτιμιόσαστε, να προτιμάστε, να προτιμάσθε
να προτιμάει, να προτιμά να προτιμάν(ε), να προτιμούν(ε) να προτιμιέται, να προτιμάται να προτιμιούνται, να προτιμιόνται, να προτιμώνται
Aorist να προτιμήσω να προτιμήσουμε, να προτιμήσομε να προτιμηθώ να προτιμηθούμε
να προτιμήσεις να προτιμήσετε να προτιμηθείς να προτιμηθείτε
να προτιμήσει να προτιμήσουν(ε) να προτιμηθεί να προτιμηθούν(ε)
Perf να έχω προτιμήσει να έχουμε προτιμήσει να έχω προτιμηθεί να έχουμε προτιμηθεί
να έχεις προτιμήσει να έχετε προτιμήσει να έχεις προτιμηθεί να έχετε προτιμηθεί
να έχει προτιμήσει να έχουν προτιμήσει να έχει προτιμηθεί να έχουν προτιμηθεί
Imper
ative
Pres προτίμα, προτίμαγε προτιμάτε προτιμιέστε, προτιμάστε, προτιμάσθε
Aorist προτίμησε, προτίμα προτιμήστε προτιμήσου προτιμηθείτε
Part
iciple
Pres προτιμώντας προτιμώμενος
Perf έχοντας προτιμήσει
Infin Aorist προτιμήσει προτιμηθεί