ΠΟΛΕΜΩ
I fight
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
πολεμάω, πολεμώ πολεμάμε, πολεμούμε πολεμιέμαι πολεμιόμαστε
πολεμάς πολεμάτε πολεμιέσαι πολεμιέστε, πολεμιόσαστε
πολεμάει, πολεμά πολεμάν(ε), πολεμούν(ε) πολεμιέται πολεμιούνται, πολεμιόνται
Imper
fect
πολεμούσα, πολέμαγα πολεμούσαμε, πολεμάγαμε πολεμιόμουν(α) πολεμιόμαστε, πολεμιόμασταν
πολεμούσες, πολέμαγες πολεμούσατε, πολεμάγατε πολεμιόσουν(α) πολεμιόσαστε, πολεμιόσασταν
πολεμούσε, πολέμαγε πολεμούσαν(ε), πολέμαγαν, πολεμάγανε πολεμιόταν(ε) πολεμιόνταν(ε), πολεμιούνταν, πολεμιόντουσαν
Aorist πολέμησα πολεμήσαμε πολεμήθηκα πολεμηθήκαμε
πολέμησες πολεμήσατε πολεμήθηκες πολεμηθήκατε
πολέμησε πολέμησαν, πολεμήσαν(ε) πολεμήθηκε πολεμήθηκαν, πολεμηθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω πολεμήσει έχουμε πολεμήσει έχω πολεμηθεί έχουμε πολεμηθεί
έχεις πολεμήσει έχετε πολεμήσει έχεις πολεμηθεί έχετε πολεμηθεί
έχει πολεμήσει έχουν πολεμήσει έχει πολεμηθεί έχουν πολεμηθεί
Plu
perf
ect
είχα πολεμήσει είχαμε πολεμήσει είχα πολεμηθεί είχαμε πολεμηθεί
είχες πολεμήσει είχατε πολεμήσει είχες πολεμηθεί είχατε πολεμηθεί
είχε πολεμήσει είχαν πολεμήσει είχε πολεμηθεί είχαν πολεμηθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα πολεμάω, θα πολεμώ θα πολεμάμε, θα πολεμούμε θα πολεμιέμαι θα πολεμιόμαστε
θα πολεμάς θα πολεμάτε θα πολεμιέσαι θα πολεμιέστε, θα πολεμιόσαστε
θα πολεμάει, θα πολεμά θα πολεμάν(ε), θα πολεμούν(ε) θα πολεμιέται θα πολεμιούνται, θα πολεμιόνται
Simp
Fut
θα πολεμήσω θα πολεμήσουμε, θα πολεμήσομε θα πολεμηθώ θα πολεμηθούμε
θα πολεμήσεις θα πολεμήσετε θα πολεμηθείς θα πολεμηθείτε
θα πολεμήσει θα πολεμήσουν(ε) θα πολεμηθεί θα πολεμηθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω πολεμήσει θα έχουμε πολεμήσει θα έχω πολεμηθεί θα έχουμε πολεμηθεί
θα έχεις πολεμήσει θα έχετε πολεμήσει θα έχεις πολεμηθεί θα έχετε πολεμηθεί
θα έχει πολεμήσει θα έχουν πολεμήσει θα έχει πολεμηθεί θα έχουν πολεμηθεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να πολεμάω, να πολεμώ να πολεμάμε, να πολεμούμε να πολεμιέμαι να πολεμιόμαστε
να πολεμάς να πολεμάτε να πολεμιέσαι να πολεμιέστε, να πολεμιόσαστε
να πολεμάει, να πολεμά να πολεμάν(ε), να πολεμούν(ε) να πολεμιέται να πολεμιούνται, να πολεμιόνται
Aorist να πολεμήσω να πολεμήσουμε, να πολεμήσομε να πολεμηθώ να πολεμηθούμε
να πολεμήσεις να πολεμήσετε να πολεμηθείς να πολεμηθείτε
να πολεμήσει να πολεμήσουν(ε) να πολεμηθεί να πολεμηθούν(ε)
Perf να έχω πολεμήσει να έχουμε πολεμήσει να έχω πολεμηθεί να έχουμε πολεμηθεί
να έχεις πολεμήσει να έχετε πολεμήσει να έχεις πολεμηθεί να έχετε πολεμηθεί
να έχει πολεμήσει να έχουν πολεμήσει να έχει πολεμηθεί να έχουν πολεμηθεί
Imper
ative
Pres πολέμα, πολέμαγε πολεμάτε πολεμιέστε
Aorist πολέμησε, πολέμα πολεμήστε πολεμήσου πολεμηθείτε
Part
iciple
Pres πολεμώντας
Perf έχοντας πολεμήσει
Infin Aorist πολεμήσει πολεμηθεί