ΠΙΣΤΕΥΩ
I believe
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
πιστεύω πιστεύουμε, πιστεύομε
πιστεύεις πιστεύετε
πιστεύει πιστεύουν(ε)
Imper
fect
πίστευα πιστεύαμε
πίστευες πιστεύατε
πίστευε πίστευαν, πιστεύαν(ε)
Aorist πίστεψα πιστέψαμε
πίστεψες πιστέψατε
πίστεψε πίστεψαν, πιστέψαν(ε)
Per
fect
έχω πιστέψει έχουμε πιστέψει
έχεις πιστέψει έχετε πιστέψει
έχει πιστέψει έχουν πιστέψει
Plu
per
fect
είχα πιστέψει είχαμε πιστέψει
είχες πιστέψει είχατε πιστέψει
είχε πιστέψει είχαν πιστέψει
Fut
ure
Cont
inuous
θα πιστεύω θα πιστεύουμε, θα πιστεύομε
θα πιστεύεις θα πιστεύετε
θα πιστεύει θα πιστεύουν(ε)
Simp
Fut
θα πιστέψω θα πιστέψουμε, θα πιστέψομε
θα πιστέψεις θα πιστέψετε
θα πιστέψει θα πιστέψουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω πιστέψει θα έχουμε πιστέψει
θα έχεις πιστέψει θα έχετε πιστέψει
θα έχει πιστέψει θα έχουν πιστέψει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να πιστεύω να πιστεύουμε, να πιστεύομε
να πιστεύεις να πιστεύετε
να πιστεύει να πιστεύουν(ε)
Aorist να πιστέψω να πιστέψουμε, να πιστέψομε
να πιστέψεις να πιστέψετε
να πιστέψει να πιστέψουν(ε)
Perf να έχω πιστέψει να έχουμε πιστέψει
να έχεις πιστέψει να έχετε πιστέψει
να έχει πιστέψει να έχουν πιστέψει
Imper
ative
Pres πίστευε πιστεύετε
Aorist πίστεψε πιστέψτε, πιστεύτε
Part
iciple
Pres πιστεύοντας
Perf έχοντας πιστέψει
Infin Aorist πιστέψει