ΠΕΤΥΧΑΙΝΩ
I succeed
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
πετυχαίνω, επιτυγχάνω πετυχαίνουμε
πετυχαίνεις πετυχαίνετε
πετυχαίνει πετυχαίνουν(ε)
Imper
fect
πετύχαινα πετυχαίναμε
πετύχαινες πετυχαίνατε
πετύχαινε πετύχαιναν, πετυχαίναν(ε)
Aorist πέτυχα πετύχαμε
πέτυχες πετύχατε
πέτυχε πέτυχαν, πετύχαν(ε)
Per
fect
έχω πετύχει έχουμε πετύχει
έχεις πετύχει έχετε πετύχει
έχει πετύχει έχουν πετύχει
Plu
per
fect
είχα πετύχει είχαμε πετύχει
είχες πετύχει είχατε πετύχει
είχε πετύχει είχαν πετύχει
Fut
ure
Cont
inuous
θα πετυχαίνω θα πετυχαίνουμε
θα πετυχαίνεις θα πετυχαίνετε
θα πετυχαίνει θα πετυχαίνουν(ε)
Simp
Fut
θα πετύχω θα πετύχουμε
θα πετύχεις θα πετύχετε
θα πετύχει θα πετύχουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω πετύχει θα έχουμε πετύχει
θα έχεις πετύχει θα έχετε πετύχει
θα έχει πετύχει θα έχουν πετύχει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να πετυχαίνω να πετυχαίνουμε
να πετυχαίνεις να πετυχαίνετε
να πετυχαίνει να πετυχαίνουν(ε)
Aorist να πετύχω να πετύχουμε
να πετύχεις να πετύχετε
να πετύχει να πετύχουν(ε)
Perf να έχω πετύχει να έχουμε πετύχει
να έχεις πετύχει να έχετε πετύχει
να έχει πετύχει να έχουν πετύχει
Imper
ative
Pres πετυχαίνε πετυχαίνετε
Aorist πέτυχε πετύχετε
Part
iciple
Pres πετυχαίνοντας
Perf έχοντας πετύχει
Infin Aorist πετύχει