ΠΙΑΝΩ
I catch
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
πιάνω πιάνουμε, πιάνομε πιάνομαι πιανόμαστε
πιάνεις πιάνετε πιάνεσαι πιάνεστε, πιανόσαστε
πιάνει πιάνουν(ε) πιάνεται πιάνονται
Imper
fect
έπιανα πιάναμε πιανόμουν(α) πιανόμαστε, πιανόμασταν
έπιανες πιάνατε πιανόσουν(α) πιανόσαστε, πιανόσασταν
έπιανε έπιαναν, πιάναν(ε) πιανόταν(ε) πιάνονταν, πιανόντανε, πιανόντουσαν
Aorist έπιασα πιάσαμε πιάστηκα πιαστήκαμε
έπιασες πιάσατε πιάστηκες πιαστήκατε
έπιασε έπιασαν, πιάσαν(ε) πιάστηκε πιάστηκαν, πιαστήκαν(ε)
Per
fect
έχω πιάσει
έχω πιασμένο
έχουμε πιάσει
έχουμε πιασμένο
έχω πιαστεί
είμαι πιασμένος, -η
έχουμε πιαστεί
είμαστε πιασμένοι, -ες
έχεις πιάσει
έχεις πιασμένο
έχετε πιάσει
έχετε πιασμένο
έχεις πιαστεί
είσαι πιασμένος, -η
έχετε πιαστεί
είστε πιασμένοι, -ες
έχει πιάσει
έχει πιασμένο
έχουν πιάσει
έχουν πιασμένο
έχει πιαστεί
είναι πιασμένος, -η, -ο
έχουν πιαστεί
είναι πιασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα πιάσει
είχα πιασμένο
είχαμε πιάσει
είχαμε πιασμένο
είχα πιαστεί
ήμουν πιασμένος, -η
είχαμε πιαστεί
ήμαστε πιασμένοι, -ες
είχες πιάσει
είχες πιασμένο
είχατε πιάσει
είχατε πιασμένο
είχες πιαστεί
ήσουν πιασμένος, -η
είχατε πιαστεί
ήσαστε πιασμένοι, -ες
είχε πιάσει
είχε πιασμένο
είχαν πιάσει
είχαν πιασμένο
είχε πιαστεί
ήταν πιασμένος, -η, -ο
είχαν πιαστεί
ήταν πιασμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα πιάνω θα πιάνουμε θα πιάνομαι θα πιανόμαστε
θα πιάνεις θα πιάνετε θα πιάνεσαι θα πιάνεστε
θα πιανόσαστε
θα πιάνει θα πιάνουν θα πιάνεται θα πιάνονται
Simp
Fut
θα πιάσω θα πιάσουμε θα πιαστώ θα πιαστούμε
θα πιάσεις θα πιάσετε θα πιαστείς θα πιαστείτε
θα πιάσει θα πιάσουν θα πιαστεί θα πιαστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω πιάσει
θα έχω πιασμένο
θα έχουμε πιάσει
θα έχουμε πιασμένο
θα έχω πιαστεί
θα είμαι πιασμένος, -η
θα έχουμε πιαστεί
θα είμαστε πιασμένοι, -ες
θα έχεις πιάσει
θα έχεις πιασμένο
θα έχετε πιάσει
θα έχετε πιασμένο
θα έχεις πιαστεί
θα είσαι πιασμένος, -η
θα έχετε πιαστεί
θα είστε πιασμένοι, -ες
θα έχει πιάσει
θα έχει πιασμένο
θα έχουν πιάσει
θα έχουν πιασμένο
θα έχει πιαστεί
θα είναι πιασμένος, -η, -ο
θα έχουν πιαστεί
θα είναι πιασμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να πιάνω να πιάνουμε να πιάνομαι να πιανόμαστε
να πιάνεις να πιάνετε να πιάνεσαι να πιάνεστε
να πιανόσαστε
να πιάνει να πιάνουν να πιάνεται να πιάνονται
Aorist να πιάσω να πιάσουμε να πιαστώ να πιαστούμε
να πιάσεις να πιάσετε να πιαστείς να πιαστείτε
να πιάσει να πιάσουν να πιαστεί να πιαστούν(ε)
Perf να έχω πιάσει
να έχω πιασμένο
να έχουμε πιάσει
να έχουμε πιασμένο
να έχω πιαστεί
να είμαι πιασμένος, -η
να έχουμε πιαστεί
να είμαστε πιασμένοι, -ες
να έχεις πιάσει
να έχεις πιασμένο
να έχετε πιάσει
να έχετε πιασμένο
να έχεις πιαστεί
να είσαι πιασμένος, -η
να έχετε πιαστεί
να είστε πιασμένοι, -ες
να έχει πιάσει
να έχει πιασμένο
να έχουν πιάσει
να έχουν πιασμένο
να έχει πιαστεί
να είναι πιασμένος, -η, -ο
να έχουν πιαστεί
να είναι πιασμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres πιάνε πιάνετε πιάνεστε
Aorist πιάσε πιάσετε, πιάστε πιάσου πιαστείτε
Part
iciple
Pres πιάνοντας
Perf έχοντας πιάσει
έχοντας πιασμένο
πιασμένος, -η, -ο πιασμένοι, -ες, -α
Infin Aorist πιάσει πιαστεί