ΠΕΘΑΙΝΩ
I die
Active Middle
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
πεθαίνω πεθαίνουμε, πεθαίνομε
πεθαίνεις πεθαίνετε
πεθαίνει πεθαίνουν(ε)
Imper
fect
πέθαινα πεθαίναμε
πέθαινες πεθαίνατε
πέθαινε πέθαιναν, πεθαίναν(ε)
Aorist πέθανα πεθάναμε
πέθανες πεθάνατε
πέθανε πέθαναν, πεθάναν(ε)
Per
fect
έχω πεθάνει έχουμε πεθάνει
έχεις πεθάνει έχετε πεθάνει
έχει πεθάνει έχουν πεθάνει
Plu
per
fect
είχα πεθάνει είχαμε πεθάνει
είχες πεθάνει είχατε πεθάνει
είχε πεθάνει είχαν πεθάνει
Fut
ure
Cont
inuous
θα πεθαίνω θα πεθαίνουμε, θα πεθαίνομε
θα πεθαίνεις θα πεθαίνετε
θα πεθαίνει θα πεθαίνουν(ε)
Simp
Fut
θα πεθάνω θα πεθάνουμε, θα πεθάνομε
θα πεθάνεις θα πεθάνετε
θα πεθάνει θα πεθάνουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω πεθάνει θα έχουμε πεθάνει
θα έχεις πεθάνει θα έχετε πεθάνει
θα έχει πεθάνει θα έχουν πεθάνει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να πεθαίνω να πεθαίνουμε, να πεθαίνομε
να πεθαίνεις να πεθαίνετε
να πεθαίνει να πεθαίνουν(ε)
Aorist να πεθάνω να πεθάνουμε, να πεθάνομε
να πεθάνεις να πεθάνετε
να πεθάνει να πεθάνουν(ε)
Perf να έχω πεθάνει να έχουμε πεθάνει
να έχεις πεθάνει να έχετε πεθάνει
να έχει πεθάνει να έχουν πεθάνει
Imper
ative
Pres πέθαινε πεθαίνετε
Aorist πέθανε πεθάνετε
Part
iciple
Pres πεθαίνοντας
Perf έχοντας πεθάνει
πεθαμένος
Infin Aorist πεθάνει