ΠΕΡΙΛΑΒΑΙΝΩ
I put
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
περιλαβαίνω, περιλαμβάνω περιλαβαίνουμε, περιλαβαίνομε
περιλαβαίνεις περιλαβαίνετε
περιλαβαίνει περιλαβαίνουν(ε)
Imper
fect
περιλάβαινα περιλαβαίναμε
περιλάβαινες περιλαβαίνατε
περιλάβαινε περιλάβαιναν, περιλαβαίναν(ε)
Aorist περίλαβα περιλάβαμε
περίλαβες περιλάβατε
περίλαβε περίλαβαν, περιλάβαν(ε)
Per
fect
έχω περιλάβει έχουμε περιλάβει
έχεις περιλάβει έχετε περιλάβει
έχει περιλάβει έχουν περιλάβει
Plu
per
fect
είχα περιλάβει είχαμε περιλάβει
είχες περιλάβει είχατε περιλάβει
είχε περιλάβει είχαν περιλάβει
Fut
ure
Cont
inuous
θα περιλαβαίνω θα περιλαβαίνουμε, θα περιλαβαίνομε
θα περιλαβαίνεις θα περιλαβαίνετε
θα περιλαβαίνει θα περιλαβαίνουν(ε)
Simp
Fut
θα περιλάβω θα περιλάβουμε, θα περιλάβομε
θα περιλάβεις θα περιλάβετε
θα περιλάβει θα περιλάβουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω περιλάβει θα έχουμε περιλάβει
θα έχεις περιλάβει θα έχετε περιλάβει
θα έχει περιλάβει θα έχουν περιλάβει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να περιλαβαίνω να περιλαβαίνουμε, να περιλαβαίνομε
να περιλαβαίνεις να περιλαβαίνετε
να περιλαβαίνει να περιλαβαίνουν(ε)
Aorist να περιλάβω να περιλάβουμε, να περιλάβομε
να περιλάβεις να περιλάβετε
να περιλάβει να περιλάβουν(ε)
Perf να έχω περιλάβει να έχουμε περιλάβει
να έχεις περιλάβει να έχετε περιλάβει
να έχει περιλάβει να έχουν περιλάβει
Imper
ative
Pres περιλάβαινε περιλαβαίνετε
Aorist περίλαβε περιλάβετε
Part
iciple
Pres περιλαβαίνοντας
Perf έχοντας περιλάβει
Infin Aorist περιλάβει