ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ
I describe
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
περιγράφω περιγράφουμε, περιγράφομε περιγράφομαι περιγραφόμαστε
περιγράφεις περιγράφετε περιγράφεσαι περιγράφεστε, περιγραφόσαστε
περιγράφει περιγράφουν(ε) περιγράφεται περιγράφονται
Imper
fect
περιέγραφα περιγράφαμε περιγραφόμουν(α) περιγραφόμαστε, περιγραφόμασταν
περιέγραφες περιγράφατε περιγραφόσουν(α) περιγραφόσαστε, περιγραφόσασταν
περιέγραφε περιέγραφαν, περιγράφαν(ε) περιγραφόταν(ε) περιγράφονταν, περιγραφόντανε, περιγραφόντουσαν
Aorist περιέγραψα περιγράψαμε περιγράφτηκα, περιγράφηκα περιγραφτήκαμε, περιγραφήκαμε
περιέγραψες περιγράψατε περιγράφτηκες, περιγράφηκες περιγραφτήκατε, περιγραφήκατε
περιέγραψε περιέγραψαν, περιγράψαν(ε) περιγράφτηκε, περιγράφηκε περιγράφτηκαν, περιγραφτήκαν(ε), περιγράφηκαν, περιγραφήκαν(ε)
Per
fect
έχω περιγράψει
έχω περιγεγραμμένο
έχουμε περιγράψει
έχουμε περιγεγραμμένο
έχω περιγραφτεί
έχω περιγραφεί
είμαι περιγεγραμμένος, -η
έχουμε περιγραφτεί
έχουμε περιγραφεί
είμαστε περιγεγραμμένοι, -ες
έχεις περιγράψει
έχεις περιγεγραμμένο
έχετε περιγράψει
έχετε περιγεγραμμένο
έχεις περιγραφτεί
έχεις περιγραφεί
είσαι περιγεγραμμένος, -η
έχετε περιγραφτεί
έχετε περιγραφεί
είστε περιγεγραμμένοι, -ες
έχει περιγράψει
έχει περιγεγραμμένο
έχουν περιγράψει
έχουν περιγεγραμμένο
έχει περιγραφτεί
έχει περιγραφεί
είναι περιγεγραμμένος, -η, -ο
έχουν περιγραφτεί
έχουν περιγραφεί
είναι περιγεγραμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα περιγράψει
είχα περιγεγραμμένο
είχαμε περιγράψει
είχαμε περιγεγραμμένο
είχα περιγραφτεί
είχα περιγραφεί
ήμουν περιγεγραμμένος, -η
είχαμε περιγραφτεί
είχαμε περιγραφεί
ήμαστε περιγεγραμμένοι, -ες
είχες περιγράψει
είχες περιγεγραμμένο
είχατε περιγράψει
είχατε περιγεγραμμένο
είχες περιγραφτεί
είχες περιγραφεί
ήσουν περιγεγραμμένος, -η
είχατε περιγραφτεί
είχατε περιγραφεί
ήσαστε περιγεγραμμένοι, -ες
είχε περιγράψει
είχε περιγεγραμμένο
είχαν περιγράψει
είχαν περιγεγραμμένο
είχε περιγραφτεί
είχε περιγραφεί
ήταν περιγεγραμμένος, -η, -ο
είχαν περιγραφτεί
είχαν περιγραφεί
ήταν περιγεγραμμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα περιγράφω θα περιγράφουμε, θα περιγράφομε θα περιγράφομαι θα περιγραφόμαστε
θα περιγράφεις θα περιγράφετε θα περιγράφεσαι θα περιγράφεστε, θα περιγραφόσαστε
θα περιγράφει θα περιγράφουν(ε) θα περιγράφεται θα περιγράφονται
Simp
Fut
θα περιγράψω θα περιγράψουμε, θα περιγράψομε θα περιγραφτώ, θα περιγραφώ θα περιγραφτούμε, θα περιγραφούμε
θα περιγράψεις θα περιγράψετε θα περιγραφτείς, θα περιγραφείς θα περιγραφτείτε, θα περιγραφείτε
θα περιγράψει θα περιγράψουν(ε) θα περιγραφτεί, θα περιγραφεί θα περιγραφτούν(ε), θα περιγραφούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω περιγράψει
θα έχω περιγεγραμμένο
θα έχουμε περιγράψει
θα έχουμε περιγεγραμμένο
θα έχω περιγραφτεί
θα έχω περιγραφεί
θα είμαι περιγεγραμμένος, -η
θα έχουμε περιγραφτεί
θα έχουμε περιγραφεί
θα είμαστε περιγεγραμμένοι, -ες
θα έχεις περιγράψει
θα έχεις περιγεγραμμένο
θα έχετε περιγράψει
θα έχετε περιγεγραμμένο
θα έχεις περιγραφτεί
θα έχεις περιγραφεί
θα είσαι περιγεγραμμένος, -η
θα έχετε περιγραφτεί
θα έχετε περιγραφεί
θα είστε περιγεγραμμένοι, -ες
θα έχει περιγράψει
θα έχει περιγεγραμμένο
θα έχουν περιγράψει
θα έχουν περιγεγραμμένο
θα έχει περιγραφτεί
θα έχει περιγραφεί
θα είναι περιγεγραμμένος, -η, -ο
θα έχουν περιγραφτεί
θα έχουν περιγραφεί
θα είναι περιγεγραμμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να περιγράφω να περιγράφουμε, να περιγράφομε να περιγράφομαι να περιγραφόμαστε
να περιγράφεις να περιγράφετε να περιγράφεσαι να περιγράφεστε, να περιγραφόσαστε
να περιγράφει να περιγράφουν(ε) να περιγράφεται να περιγράφονται
Aorist να περιγράψω να περιγράψουμε, να περιγράψομε να περιγραφτώ, να περιγραφώ να περιγραφτούμε, να περιγραφούμε
να περιγράψεις να περιγράψετε να περιγραφτείς, να περιγραφείς να περιγραφτείτε, να περιγραφείτε
να περιγράψει να περιγράψουν(ε) να περιγραφτεί, να περιγραφεί να περιγραφτούν(ε), να περιγραφούν(ε)
Perf να έχω περιγράψει
να έχω περιγεγραμμένο
να έχουμε περιγράψει
να έχουμε περιγεγραμμένο
να έχω περιγραφτεί
να έχω περιγραφεί
να είμαι περιγεγραμμένος, -η
να έχουμε περιγραφτεί
να έχουμε περιγραφεί
να είμαστε περιγεγραμμένοι, -ες
να έχεις περιγράψει
να έχεις περιγεγραμμένο
να έχετε περιγράψει
να έχετε περιγεγραμμένο
να έχεις περιγραφτεί
να έχεις περιγραφεί
να είσαι περιγεγραμμένος, -η
να έχετε περιγραφτεί
να έχετε περιγραφεί
να είστε περιγεγραμμένοι, -ες
να έχει περιγράψει
να έχει περιγεγραμμένο
να έχουν περιγράψει
να έχουν περιγεγραμμένο
να έχει περιγραφτεί
να έχει περιγραφεί
να είναι περιγεγραμμένος, -η, -ο
να έχουν περιγραφτεί
να έχουν περιγραφεί
να είναι περιγεγραμμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres περιέγραφε περιγράφετε περιγράφεστε
Aorist περιέγραψε περιγράψτε, περιγράφτε περιγράψου περιγραφτείτε, περιγραφείτε
Part
iciple
Pres περιγράφοντας περιγραφόμενος
Perf έχοντας περιγράψει, έχοντας περιγεγραμμένο περιγεγραμμένος, -η, -ο περιγεγραμμένοι, -ες, -α
Infin Aorist περιγράψει περιγραφτεί, περιγραφεί