ΠΑΡΑΒΑΙΝΩ
I break
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
παραβαίνω παραβαίνουμε, παραβαίνομε
παραβαίνεις παραβαίνετε
παραβαίνει παραβαίνουν(ε)
Imper
fect
παρέβαινα παραβαίναμε
παρέβαινες παραβαίνατε
παρέβαινε παρέβαιναν, παραβαίναν(ε)
Aorist παρέβηκα παραβήκαμε
παρέβηκες παραβήκατε
παρέβηκε, παρέβη παραβήκανε, παρέβησαν
Per
fect
έχω παραβεί έχουμε παραβεί
έχεις παραβεί έχετε παραβεί
έχει παραβεί έχουν παραβεί
Plu
per
fect
είχα παραβεί είχαμε παραβεί
είχες παραβεί είχατε παραβεί
είχε παραβεί είχαν παραβεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα παραβαίνω θα παραβαίνουμε, θα παραβαίνομε
θα παραβαίνεις θα παραβαίνετε
θα παραβαίνει θα παραβαίνουν(ε)
Simp
Fut
θα παραβώ θα παραβούμε, θα παραβόμε
θα παραβείς θα παραβέτε
θα παραβεί θα παραβούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω παραβεί θα έχουμε παραβεί
θα έχεις παραβεί θα έχετε παραβεί
θα έχει παραβεί θα έχουν παραβεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να παραβαίνω να παραβαίνουμε, να παραβαίνομε
να παραβαίνεις να παραβαίνετε
να παραβαίνει να παραβαίνουν(ε)
Aorist να παραβώ να παραβούμε, να παραβόμε
να παραβείς να παραβέτε
να παραβεί να παραβούν(ε)
Perf να έχω παραβεί να έχουμε παραβεί
να έχεις παραβεί να έχετε παραβεί
να έχει παραβεί να έχουν παραβεί
Imper
ative
Pres παρέβαινε παραβαίνετε
Aorist παραβείτε
Part
iciple
Pres παραβαίνοντας
Perf έχοντας παραβεί
Infin Aorist παραβεί