ΩΧΡΙΩ I become pale |
Active | ||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
ωχριώ | ωχριούμε |
ωχριάς | ωχριάτε | ||
ωχριά | ωχριούν(ε) | ||
Imper fect |
ωχριούσα | ωχριούσαμε | |
ωχριούσες | ωχριούσατε | ||
ωχριούσε | ωχριούσαν(ε) | ||
Aorist | ωχρίασα | ωχριάσαμε | |
ωχρίασες | ωχριάσατε | ||
ωχρίασε | ωχρίασαν, ωχριάσανε | ||
Perf ect |
έχω ωχριάσει | έχουμε ωχριάσει | |
έχεις ωχριάσει | έχετε ωχριάσει | ||
έχει ωχριάσει | έχουν ωχριάσει | ||
Plu perf ect |
είχα ωχριάσει | είχαμε ωχριάσει | |
είχες ωχριάσει | είχατε ωχριάσει | ||
είχε ωχριάσει | είχαν ωχριάσει | ||
Fut ure Cont inuous |
θα ωχριώ | θα ωχριούμε | |
θα ωχριάς | θα ωχριάτε | ||
θα ωχριά | θα ωχριούν(ε) | ||
Simp Fut |
θα ωχριάσω | θα ωχριάσουμε, θα ωχριάσομε | |
θα ωχριάσεις | θα ωχριάσετε | ||
θα ωχριάσει | θα ωχριάσουν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω ωχριάσει | θα έχουμε ωχριάσει | |
θα έχεις ωχριάσει | θα έχετε ωχριάσει | ||
θα έχει ωχριάσει | θα έχουν ωχριάσει | ||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να ωχριώ | να ωχριούμε |
να ωχριάς | να ωχριάτε | ||
να ωχριά | να ωχριούν(ε) | ||
Aorist | να ωχριάσω | να ωχριάσουμε, να ωχριάσομε | |
να ωχριάσεις | να ωχριάσετε | ||
να ωχριάσει | να ωχριάσουν(ε) | ||
Perf | να έχω ωχριάσει | να έχουμε ωχριάσει | |
να έχεις ωχριάσει | να έχετε ωχριάσει | ||
να έχει ωχριάσει | να έχουν ωχριάσει | ||
Imper ative |
Pres | ωχριάτε | |
Aorist | ωχρίασε | ωχριάστε, ωχριάσετε | |
Part iciple |
Pres | ωχριώντας | |
Perf | έχοντας ωχριάσει | ||
Infin | Aorist | ωχριάσει |