ΝΙΩΘΩ
I feel
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
νιώθω νιώθουμε, νιώθομε
νιώθεις νιώθετε
νιώθει νιώθουν(ε)
Imper
fect
ένιωθα νιώθαμε
ένιωθες νιώθατε
ένιωθε ένιωαθαν, νιώθαν(ε)
Aorist ένιωσα νιώσαμε
ένιωσες νιώσατε
ένιωσε ένιωσαν, νιώσαν(ε)
Per
fect
έχω νιώσει έχουμε νιώσει
έχεις νιώσει έχετε νιώσει
έχει νιώσει έχουν νιώσει
Plu
per
fect
είχα νιώσει είχαμε νιώσει
είχες νιώσει είχατε νιώσει
είχε νιώσει είχαν νιώσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα νιώθω θα νιώθουμε, θα νιώθομε
θα νιώθεις θα νιώθετε
θα νιώθει θα νιώθουν(ε)
Simp
Fut
θα νιώσω θα νιώσουμε, θα νιώσομε
θα νιώσεις θα νιώσετε
θα νιώσει θα νιώσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω νιώσει θα έχουμε νιώσει
θα έχεις νιώσει θα έχετε νιώσει
θα έχει νιώσει θα έχουν νιώσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να νιώθω να νιώθουμε, να νιώθομε
να νιώθεις να νιώθετε
να νιώθει να νιώθουν(ε)
Aorist να νιώσω να νιώσουμε, να νιώσομε
να νιώσεις να νιώσετε
να νιώσει να νιώσουν(ε)
Perf να έχω νιώσει να έχουμε νιώσει
να έχεις νιώσει να έχετε νιώσει
να έχει νιώσει να έχουν νιώσει
Imper
ative
Pres νιώθε νιώθετε
Aorist νιώσε νιώστε
Part
iciple
Pres νιώθοντας
Perf έχοντας νιώσει
Infin Aorist νιώσει