ΛΙΩΝΩ
I melt
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
λιώνω λιώνουμε, λιώνομε
λιώνεις λιώνετε
λιώνει λιώνουν(ε)
Imper
fect
έλιωνα λιώναμε
έλιωνες λιώνατε
έλιωνε έλιωναν, λιώναν(ε)
Aorist έλιωσα λιώσαμε
έλιωσες λιώσατε
έλιωσε έλιωσαν, λιώσαν(ε)
Per
fect
έχω λιώσει
έχω λιωμένο
έχουμε λιώσει
έχουμε λιωμένο
έχεις λιώσει
έχεις λιωμένο
έχετε λιώσει
έχετε λιωμένο
έχει λιώσει
έχει λιωμένο
έχουν λιώσει
έχουν λιωμένο
Plu
per
fect
είχα λιώσει
είχα λιωμένο
είχαμε λιώσει
είχαμε λιωμένο
είχες λιώσει
είχες λιωμένο
είχατε λιώσει
είχατε λιωμένο
είχε λιώσει
είχε λιωμένο
είχαν λιώσει
είχαν λιωμένο
Fut
ure
Cont
inuous
θα λιώνω θα λιώνουμε, θα λιώνομε
θα λιώνεις θα λιώνετε
θα λιώνει θα λιώνουν(ε)
Simp
Fut
θα λιώσω θα λιώσουμε, θα λιώσομε
θα λιώσεις θα λιώσετε
θα λιώσει θα λιώσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω λιώσει
θα έχω λιωμένο
θα έχουμε λιώσει
θα έχουμε λιωμένο
θα έχεις λιώσει
θα έχεις λιωμένο
θα έχετε λιώσει
θα έχετε λιωμένο
θα έχει λιώσει
θα έχει λιωμένο
θα έχουν λιώσει
θα έχουν λιωμένο
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να λιώνω να λιώνουμε, να λιώνομε
να λιώνεις να λιώνετε
να λιώνει να λιώνουν(ε)
Aorist να λιώσω να λιώσουμε, να λιώσομε
να λιώσεις να λιώσετε
να λιώσει να λιώσουν(ε)
Perf να έχω λιώσει
να έχω λιωμένο
να έχουμε λιώσει
να έχουμε λιωμένο
να έχεις λιώσει
να έχεις λιωμένο
να έχετε λιώσει
να έχετε λιωμένο
να έχει λιώσει
να έχει λιωμένο
να έχουν λιώσει
να έχουν λιωμένο
Imper
ative
Pres λιώνε λιώνετε
Aorist λιώσε λιώσετε, λιώστε
Part
iciple
Pres λιώνοντας
Perf έχοντας λιώσει, έχοντας λιωμένο
Infin Aorist λιώσει