ΞΑΠΛΩΝΩ I lie down |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
ξαπλώνω | ξαπλώνουμε, ξαπλώνομε | ξαπλώνομαι | ξαπλωνόμαστε |
ξαπλώνεις | ξαπλώνετε | ξαπλώνεσαι | ξαπλώνεστε, ξαπλωνόσαστε | ||
ξαπλώνει | ξαπλώνουν(ε) | ξαπλώνεται | ξαπλώνονται | ||
Imper fect |
ξάπλωνα | ξαπλώναμε | ξαπλωνόμουν(α) | ξαπλωνόμαστε, ξαπλωνόμασταν | |
ξάπλωνες | ξαπλώνατε | ξαπλωνόσουν(α) | ξαπλωνόσαστε, ξαπλωνόσασταν | ||
ξάπλωνε | ξάπλωναν, ξαπλώναν(ε) | ξαπλωνόταν(ε) | ξαπλώνονταν, ξαπλωνόντανε, ξαπλωνόντουσαν | ||
Aorist | ξάπλωσα | ξαπλώσαμε | ξαπλώθηκα | ξαπλωθήκαμε | |
ξάπλωσες | ξαπλώσατε | ξαπλώθηκες | ξαπλωθήκατε | ||
ξάπλωσε | ξάπλωσαν, ξαπλώσαν(ε) | ξαπλώθηκε | ξαπλώθηκαν, ξαπλωθήκαν(ε) | ||
Per fect |
|||||
Plu per fect |
|||||
Fut ure Cont inuous |
θα ξαπλώνω | θα ξαπλώνουμε, |
θα ξαπλώνομαι | θα ξαπλωνόμαστε | |
θα ξαπλώνεις | θα ξαπλώνετε | θα ξαπλώνεσαι | θα ξαπλώνεστε, |
||
θα ξαπλώνει | θα ξαπλώνουν(ε) | θα ξαπλώνεται | θα ξαπλώνονται | ||
Simp Fut |
θα ξαπλώσω | θα ξαπλώσουμε, |
θα ξαπλωθώ | θα ξαπλωθούμε | |
θα ξαπλώσεις | θα ξαπλώσετε | θα ξαπλωθείς | θα ξαπλωθείτε | ||
θα ξαπλώσει | θα ξαπλώσουν | θα ξαπλωθεί | θα ξαπλωθούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να ξαπλώνω | να ξαπλώνουμε, |
να ξαπλώνομαι | να ξαπλωνόμαστε |
να ξαπλώνεις | να ξαπλώνετε | να ξαπλώνεσαι | να ξαπλώνεστε, |
||
να ξαπλώνει | να ξαπλώνουν(ε) | να ξαπλώνεται | να ξαπλώνονται | ||
Aorist | να ξαπλώσω | να ξαπλώσουμε, |
να ξαπλωθώ | να ξαπλωθούμε | |
να ξαπλώσεις | να ξαπλώσετε | να ξαπλωθείς | να ξαπλωθείτε | ||
να ξαπλώσει | να ξαπλώσουν(ε) | να ξαπλωθεί | να ξαπλωθούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις ξαπλώσει να έχεις ξαπλωμένο |
να έχετε ξαπλώσει να έχετε ξαπλωμένο |
να έχεις ξαπλωθεί να είσαι ξαπλωμένος, -η |
να έχετε ξαπλωθεί να είστε ξαπλωμένοι, -ες |
||
να έχει ξαπλώσει να έχει ξαπλωμένο |
να έχουν ξαπλώσει να έχουν ξαπλωμένο |
να έχει ξαπλωθεί |
να έχουν ξαπλωθεί |
||
Imper ative |
Pres | ξάπλωνε | ξαπλώνετε | ξαπλώνεστε | |
Aorist | ξάπλωσε | ξαπλώστε, ξαπλώσετε | ξαπλώσου | ξαπλωθείτε | |
Part iciple |
Pres | ξαπλώνοντας | |||
Perf | έχοντας ξαπλώσει, |
ξαπλωμένος, -η, -ο | ξαπλωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ξαπλώσει | ξαπλωθεί |