ΚΡΑΤΩ I hold |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
κρατάω, κρατώ |
κρατάμε, κρατούμε |
κρατιέμαι |
κρατιόμαστε |
κρατάς |
κρατάτε |
κρατιέσαι |
κρατιέστε, κρατιόσαστε |
κρατάει, κρατά |
κρατάν(ε), κρατούν(ε) |
κρατιέται |
κρατιούνται, κρατιόνται |
Imper fect |
κρατούσα, κράταγα |
κρατούσαμε, κρατάγαμε |
κρατιόμουν(α) |
κρατιόμαστε, κρατιόμασταν |
κρατούσες, κράταγες |
κρατούσατε, κρατάγατε |
κρατιόσουν(α) |
κρατιόσαστε, κρατιόσασταν |
κρατούσε, κράταγε |
κρατούσαν(ε), κράταγαν, κρατάγανε |
κρατιόταν(ε) |
κρατιόνταν(ε), κρατιούνταν, κρατιόντουσαν |
Aorist |
κράτησα |
κρατήσαμε |
κρατήθηκα |
κρατηθήκαμε |
κράτησες |
κρατήσατε |
κρατήθηκες |
κρατηθήκατε |
κράτησε |
κράτησαν, κρατήσαν(ε) |
κρατήθηκε |
κρατήθηκαν, κρατηθήκαν(ε) |
Perf ect |
έχω κρατήσει
έχω κρατημένο |
έχουμε κρατήσει
έχουμε κρατημένο |
έχω κρατηθεί
είμαι κρατημένος, -η |
έχουμε κρατηθεί
είμαστε κρατημένοι, -ες |
έχεις κρατήσει
έχεις κρατημένο |
έχετε κρατήσει
έχετε κρατημένο |
έχεις κρατηθεί
είσαι κρατημένος, -η |
έχετε κρατηθεί
είστε κρατημένοι, -ες |
έχει κρατήσει
έχει κρατημένο |
έχουν κρατήσει
έχουν κρατημένο |
έχει κρατηθεί
είναι κρατημένος, -η, -ο |
έχουν κρατηθεί
είναι κρατημένοι, -ες, -α |
Plu perf ect |
είχα κρατήσει
είχα κρατημένο |
είχαμε κρατήσει
είχαμε κρατημένο |
είχα κρατηθεί
ήμουν κρατημένος, -η |
είχαμε κρατηθεί
ήμαστε κρατημένοι, -ες |
είχες κρατήσει
είχες κρατημένο |
είχατε κρατήσει
είχατε κρατημένο |
είχες κρατηθεί
ήσουν κρατημένος, -η |
είχατε κρατηθεί
ήσαστε κρατημένοι, -ες |
είχε κρατήσει
είχε κρατημένο |
είχαν κρατήσει
είχαν κρατημένο |
είχε κρατηθεί
ήταν κρατημένος, -η, -ο |
είχαν κρατηθεί
ήταν κρατημένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα κρατάω, θα κρατώ |
θα κρατάμε, θα κρατούμε |
θα κρατιέμαι |
θα κρατιόμαστε |
θα κρατάς |
θα κρατάτε |
θα κρατιέσαι |
θα κρατιέστε, θα κρατιόσαστε |
θα κρατάει, θα κρατά |
θα κρατάν(ε), θα κρατούν(ε) |
θα κρατιέται |
θα κρατιούνται, θα κρατιόνται |
Simp Fut |
θα κρατήσω |
θα κρατήσουμε, θα κρατήσομε |
θα κρατηθώ |
θα κρατηθούμε |
θα κρατήσεις |
θα κρατήσετε |
θα κρατηθείς |
θα κρατηθείτε |
θα κρατήσει |
θα κρατήσουν(ε) |
θα κρατηθεί |
θα κρατηθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω κρατήσει
θα έχω κρατημένο |
θα έχουμε κρατήσει
θα έχουμε κρατημένο |
θα έχω κρατηθεί
θα είμαι κρατημένος, -η |
θα έχουμε κρατηθεί
θα είμαστε κρατημένοι, -ες |
θα έχεις κρατήσει
θα έχεις κρατημένο |
θα έχετε κρατήσει
θα έχετε κρατημένο |
θα έχεις κρατηθεί
θα είσαι κρατημένος, -η |
θα έχετε κρατηθεί
θα είστε κρατημένοι, -ες |
θα έχει κρατήσει
θα έχει κρατημένο |
θα έχουν κρατήσει
θα έχουν κρατημένο |
θα έχει κρατηθεί
θα είναι κρατημένος, -η, -ο |
θα έχουν κρατηθεί
θα είναι κρατημένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να κρατάω, να κρατώ |
να κρατάμε, να κρατούμε |
να κρατιέμαι |
να κρατιόμαστε |
να κρατάς |
να κρατάτε |
να κρατιέσαι |
να κρατιέστε, να κρατιόσαστε |
να κρατάει, να κρατά |
να κρατάν(ε), να κρατούν(ε) |
να κρατιέται |
να κρατιούνται, να κρατιόνται |
Aorist |
να κρατήσω |
να κρατήσουμε, να κρατήσομε |
να κρατηθώ |
να κρατηθούμε |
να κρατήσεις |
να κρατήσετε |
να κρατηθείς |
να κρατηθείτε |
να κρατήσει |
να κρατήσουν(ε) |
να κρατηθεί |
να κρατηθούν(ε) |
Perf |
να έχω κρατήσει
να έχω κρατημένο |
να έχουμε κρατήσει
να έχουμε κρατημένο |
να έχω κρατηθεί
να είμαι κρατημένος, -η |
να έχουμε κρατηθεί
να είμαστε κρατημένοι, -ες |
να έχεις κρατήσει
να έχεις κρατημένο |
να έχετε κρατήσει
να έχετε κρατημένο |
να έχεις κρατηθεί
να είσαι κρατημένος, -η |
να έχετε κρατηθεί
να είστε κρατημένοι, -η |
να έχει κρατήσει
να έχει κρατημένο |
να έχουν κρατήσει
να έχουν κρατημένο |
να έχει κρατηθεί
να είναι κρατημένος, -η, -ο |
να έχουν κρατηθεί
να είναι κρατημένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
κράτα, κράταγε |
κρατάτε |
|
κρατιέστε |
Aorist |
κράτησε, κράτα |
κρατήστε |
κρατήσου |
κρατηθείτε |
Part iciple |
Pres |
κρατώντας |
|
Perf |
έχοντας κρατήσει, έχοντας κρατημένο |
κρατημένος, -η, -ο |
κρατημένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
κρατήσει |
κρατηθεί |