ΚΗΡΥΣΣΩ I preach |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
κηρύσσω |
κηρύσσουμε, κηρύσσομε |
κηρύσσομαι |
κηρυσσόμαστε |
κηρύσσεις |
κηρύσσετε |
κηρύσσεσαι |
κηρύσσεστε, κηρυσσόσαστε |
κηρύσσει |
κηρύσσουν(ε) |
κηρύσσεται |
κηρύσσονται |
Imper fect |
κήρυσσα |
κηρύσσαμε |
κηρυσσόμουν(α) |
κηρυσσόμαστε, κηρυσσόμασταν |
κήρυσσες |
κηρύσσατε |
κηρυσσόσουν(α) |
κηρυσσόσαστε, κηρυσσόσασταν |
κήρυσσε |
κήρυσσαν, κηρύσσαν(ε) |
κηρυσσόταν(ε) |
κηρύσσονταν, κηρυσσόντανε, κηρυσσόντουσαν |
Aorist |
κήρυξα |
κηρύξαμε |
κηρύχθηκα, κηρύχτηκα |
κηρυχθήκαμε, κηρυχτήκαμε |
κήρυξες |
κηρύξατε |
κηρύχθηκες, κηρύχτηκες |
κηρυχθήκατε, κηρυχτήκατε |
κήρυξε |
κήρυξαν, κηρύξαν(ε) |
κηρύχθηκε, κηρύχτηκε |
κηρύχθηκαν, κηρυχθήκαν(ε)
κηρύχτηκαν, κηρυχτήκαν(ε) |
Per fect |
έχω κηρύξει
έχω κηρυγμένο |
έχουμε κηρύξει
έχουμε κηρυγμένο |
έχω κηρυχθεί
έχω κηρυχτεί
είμαι κηρυγμένος, -η |
έχουμε κηρυχθεί
έχουμε κηρυχτεί
είμαστε κηρυγμένοι, -ες |
έχεις κηρύξει
έχεις κηρυγμένο |
έχετε κηρύξει
έχετε κηρυγμένο |
έχεις κηρυχθεί
έχεις κηρυχτεί
είσαι κηρυγμένος, -η |
έχετε κηρυχθεί
έχετε κηρυχτεί
είστε κηρυγμένοι, -ες |
έχει κηρύξει
έχει κηρυγμένο |
έχουν κηρύξει
έχουν κηρυγμένο |
έχει κηρυχθεί
έχει κηρυχτεί
είναι κηρυγμένος, -η, -ο |
έχουν κηρυχθεί
έχουν κηρυχτεί
είναι κηρυγμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα κηρύξει
είχα κηρυγμένο |
είχαμε κηρύξει
είχαμε κηρυγμένο |
είχα κηρυχθεί
είχα κηρυχτεί
ήμουν κηρυγμένος, -η |
είχαμε κηρυχθεί
είχαμε κηρυχτεί
ήμαστε κηρυγμένοι, -ες |
είχες κηρύξει
είχες κηρυγμένο |
είχατε κηρύξει
είχατε κηρυγμένο |
είχες κηρυχθεί
είχες κηρυχτεί
ήσουν κηρυγμένος, -η |
είχατε κηρυχθεί
είχατε κηρυχτεί
ήσαστε κηρυγμένοι, -ες |
είχε κηρύξει
είχε κηρυγμένο |
είχαν κηρύξει
είχαν κηρυγμένο |
είχε κηρυχθεί
είχε κηρυχτεί
ήταν κηρυγμένος, -η, -ο |
είχαν κηρυχθεί
είχαν κηρυχτεί
ήταν κηρυγμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα κηρύσσω |
θα κηρύσσουμε, θα κηρύσσομε |
θα κηρύσσομαι |
θα κηρυσσόμαστε |
θα κηρύσσεις |
θα κηρύσσετε |
θα κηρύσσεσαι |
θα κηρύσσεστε, θα κηρυσσόσαστε |
θα κηρύσσει |
θα κηρύσσουν(ε) |
θα κηρύσσεται |
θα κηρύσσονται |
Simp Fut |
θα κηρύξω |
θα κηρύξουμε, θα κηρύξομε |
θα κηρυχθώ, θα κηρυχτώ |
θα κηρυχθούμε, θα κηρυχτούμε |
θα κηρύξεις |
θα κηρύξετε |
θα κηρυχθείς, θα κηρυχτείς |
θα κηρυχθείτε, θα κηρυχτείτε |
θα κηρύξει |
θα κηρύξουν(ε) |
θα κηρυχθεί, θα κηρυχτεί |
θα κηρυχθούν(ε), θα κηρυχτούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω κηρύξει
θα έχω κηρυγμένο |
θα έχουμε κηρύξει
θα έχουμε κηρυγμένο |
θα έχω κηρυχθεί
θα έχω κηρυχτεί
θα είμαι κηρυγμένος, -η |
θα έχουμε κηρυχθεί
θα έχουμε κηρυχτεί
θα είμαστε κηρυγμένοι, -ες |
θα έχεις κηρύξει
θα έχεις κηρυγμένο |
θα έχετε κηρύξει
θα έχετε κηρυγμένο |
θα έχεις κηρυχθεί
θα έχεις κηρυχτεί
θα είσαι κηρυγμένος, -η |
θα έχετε κηρυχθεί
θα έχετε κηρυχτεί
θα είστε κηρυγμένοι, -ες |
θα έχει κηρύξει
θα έχει κηρυγμένο |
θα έχουν κηρύξει
θα έχουν κηρυγμένο |
θα έχει κηρυχθεί
θα έχει κηρυχτεί
θα είναι κηρυγμένος, -η, -ο |
θα έχουν κηρυχθεί
θα έχουν κηρυχτεί
θα είναι κηρυγμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να κηρύσσω |
να κηρύσσουμε, να κηρύσσομε |
να κηρύσσομαι |
να κηρυσσόμαστε |
να κηρύσσεις |
να κηρύσσετε |
να κηρύσσεσαι |
να κηρύσσεστε, να κηρυσσόσαστε |
να κηρύσσει |
να κηρύσσουν(ε) |
να κηρύσσεται |
να κηρύσσονται |
Aorist |
να κηρύξω |
να κηρύξουμε, να κηρύξομε |
να κηρυχθώ, να κηρυχτώ |
να κηρυχθούμε, να κηρυχτούμε |
να κηρύξεις |
να κηρύξετε |
να κηρυχθείς, να κηρυχτείς |
να κηρυχθείτε, να κηρυχτείτε |
να κηρύξει |
να κηρύξουν(ε) |
να κηρυχθεί, να κηρυχτεί |
να κηρυχθούν(ε), να κηρυχτούν(ε) |
Perf |
να έχω κηρύξει
να έχω κηρυγμένο |
να έχουμε κηρύξει
να έχουμε κηρυγμένο |
να έχω κηρυχθεί
να έχω κηρυχτεί
να είμαι κηρυγμένος, -η |
να έχουμε κηρυχθεί
να έχουμε κηρυχτεί
να είμαστε κηρυγμένοι, -ες |
να έχεις κηρύξει
να έχεις κηρυγμένο |
να έχετε κηρύξει
να έχετε κηρυγμένο |
να έχεις κηρυχθεί
να έχεις κηρυχτεί
να είσαι κηρυγμένος, -η |
να έχετε κηρυχθεί
να έχετε κηρυχτεί
να είστε κηρυγμένοι, -ες |
να έχει κηρύξει
να έχει κηρυγμένο |
να έχουν κηρύξει
να έχουν κηρυγμένο |
να έχει κηρυχθεί
να έχει κηρυχτεί
να είναι κηρυγμένος, -η, -ο |
να έχουν κηρυχθεί
να έχουν κηρυχτεί
να είναι κηρυγμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
κήρυσσε |
κηρύσσετε |
|
κηρύσσεστε |
Aorist |
κήρυξε |
κηρύξτε, κηρύξετε |
κηρύξου |
κηρυχθείτε, κηρυχτείτε |
Part iciple |
Pres |
κηρύσσοντας |
κηρυσσόμενος |
Perf |
έχοντας κηρύξει, έχοντας κηρυγμένο |
κηρυγμένος, -η, -ο |
κηρυγμένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
κηρύξει |
κηρυχθεί, κηρυχτεί |