…ΓΡΑΦΩ I film |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
κινηματογραφώ |
κινηματογραφούμε |
κινηματογραφούμαι |
κινηματογραφούμαστε |
κινηματογραφείς |
κινηματογραφείτε |
κινηματογραφείσαι |
κινηματογραφείστε |
κινηματογραφεί |
κινηματογραφούν(ε) |
κινηματογραφείται |
κινηματογραφούνται |
Imper fect |
κινηματογραφούσα |
κινηματογραφούσαμε |
κινηματογραφούμουν |
κινηματογραφούμαστε |
κινηματογραφούσες |
κινηματογραφούσατε |
|
|
κινηματογραφούσε |
κινηματογραφούσαν(ε) |
κινηματογραφούνταν, κινηματογραφείτο |
κινηματογραφούνταν, κινηματογραφούντο |
Aorist |
κινηματογράφησα |
κινηματογραφήσαμε |
κινηματογραφήθηκα |
κινηματογραφηθήκαμε |
κινηματογράφησες |
κινηματογραφήσατε |
κινηματογραφήθηκες |
κινηματογραφηθήκατε |
κινηματογράφησε |
κινηματογράφησαν, κινηματογραφήσαν(ε) |
κινηματογραφήθηκε |
κινηματογραφήθηκαν, κινηματογραφηθήκαν(ε) |
Perf ect |
έχω κινηματογραφήσει
έχω κινηματογραφημένο |
έχουμε κινηματογραφήσει
έχουμε κινηματογραφημένο |
έχω κινηματογραφηθεί
είμαι κινηματογραφημένος, -η |
έχουμε κινηματογραφηθεί
είμαστε κινηματογραφημένοι, -ες |
έχεις κινηματογραφήσει
έχεις κινηματογραφημένο |
έχετε κινηματογραφήσει
έχετε κινηματογραφημένο |
έχεις κινηματογραφηθεί
είσαι κινηματογραφημένος, -η |
έχετε κινηματογραφηθεί
είστε κινηματογραφημένοι, -ες |
έχει κινηματογραφήσει
έχει κινηματογραφημένο |
έχουν κινηματογραφήσει
έχουν κινηματογραφημένο |
έχει κινηματογραφηθεί
είναι κινηματογραφημένος, -η, -ο |
έχουν κινηματογραφηθεί
είναι κινηματογραφημένοι, -ές, -α |
Plu perf ect |
είχα κινηματογραφήσει
είχα κινηματογραφημένο |
είχαμε κινηματογραφήσει
είχαμε κινηματογραφημένο |
είχα κινηματογραφηθεί
ήμουν κινηματογραφημένος, -η |
είχαμε κινηματογραφηθεί
ήμαστε κινηματογραφημένοι, -ες |
είχες κινηματογραφήσει
είχες κινηματογραφημένο |
είχατε κινηματογραφήσει
είχατε κινηματογραφημένο |
είχες κινηματογραφηθεί
ήσουν κινηματογραφημένος, -η |
είχατε κινηματογραφηθεί
ήσαστε κινηματογραφημένοι, -ες |
είχε κινηματογραφήσει
είχε κινηματογραφημένο |
είχαν κινηματογραφήσει
είχαν κινηματογραφημένο |
είχε κινηματογραφηθεί
ήταν κινηματογραφημένος, -η, -ο |
είχαν κινηματογραφηθεί
ήταν κινηματογραφημένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα κινηματογραφώ |
θα κινηματογραφούμε |
θα κινηματογραφούμαι |
θα κινηματογραφούμαστε |
θα κινηματογραφείς |
θα κινηματογραφείτε |
θα κινηματογραφείσαι |
θα κινηματογραφείστε |
θα κινηματογραφεί |
θα κινηματογραφούν(ε) |
θα κινηματογραφείται |
θα κινηματογραφούνται |
Simp Fut |
θα κινηματογραφήσω |
θα κινηματογραφήσουμε |
θα κινηματογραφηθώ |
θα κινηματογραφηθούμε |
θα κινηματογραφήσεις |
θα κινηματογραφήσετε |
θα κινηματογραφηθείς |
θα κινηματογραφηθείτε |
θα κινηματογραφήσει |
θα κινηματογραφήσουν(ε) |
θα κινηματογραφηθεί |
θα κινηματογραφηθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω κινηματογραφήσει
θα έχω κινηματογραφημένο |
θα έχουμε κινηματογραφήσει
θα έχουμε κινηματογραφημένο |
θα έχω κινηματογραφηθεί
θα είμαι κινηματογραφημένος, -η |
θα έχουμε κινηματογραφηθεί
θα είμαστε κινηματογραφημένοι, -ες |
θα έχεις κινηματογραφήσει
θα έχεις κινηματογραφημένο |
θα έχετε κινηματογραφήσει
θα έχετε κινηματογραφημένο |
θα έχεις κινηματογραφηθεί
θα είσαι κινηματογραφημένος, -η |
θα έχετε κινηματογραφηθεί
θα είστε κινηματογραφημένοι, -η |
θα έχει κινηματογραφήσει
θα έχει κινηματογραφημένο |
θα έχουν κινηματογραφήσει
θα έχουν κινηματογραφημένο |
θα έχει κινηματογραφηθεί
θα είναι κινηματογραφημένος, -η, -ο |
θα έχουν κινηματογραφηθεί
θα είναι κινηματογραφημένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να κινηματογραφώ |
να κινηματογραφούμε |
να κινηματογραφούμαι |
να κινηματογραφούμαστε |
να κινηματογραφείς |
να κινηματογραφείτε |
να κινηματογραφείσαι |
να κινηματογραφείστε |
να κινηματογραφεί |
να κινηματογραφούν(ε) |
να κινηματογραφείται |
να κινηματογραφούνται |
Aorist |
να κινηματογραφήσω |
να κινηματογραφήσουμε, να κινηματογραφήσομε |
να κινηματογραφηθώ |
να κινηματογραφηθούμε |
να κινηματογραφήσεις |
να κινηματογραφήσετε |
να κινηματογραφηθείς |
να κινηματογραφηθείτε |
να κινηματογραφήσει |
να κινηματογραφήσουν(ε) |
να κινηματογραφηθεί |
να κινηματογραφηθούν(ε) |
Perf |
να έχω κινηματογραφήσει
να έχω κινηματογραφημένο |
να έχουμε κινηματογραφήσει
να έχουμε κινηματογραφημένο |
να έχω κινηματογραφηθεί
να είμαι κινηματογραφημένος, -η |
να έχουμε κινηματογραφηθεί
να είμαστε κινηματογραφημένοι, -ες |
να έχεις κινηματογραφήσει
να έχεις κινηματογραφημένο |
να έχετε κινηματογραφήσει
να έχετε κινηματογραφημένο |
να έχεις κινηματογραφηθεί
να είσαι κινηματογραφημένος, -η |
να έχετε κινηματογραφηθεί
να είστε κινηματογραφημένοι, -ες |
να έχει κινηματογραφήσει
να έχει κινηματογραφημένο |
να έχουν κινηματογραφήσει
να έχουν κινηματογραφημένο |
να έχει κινηματογραφηθεί
να είναι κινηματογραφημένος, -η, -ο |
να έχουν κινηματογραφηθεί
να είναι κινηματογραφημένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
|
κινηματογραφείτε |
|
κινηματογραφείστε |
Aorist |
κινηματογράφησε |
κινηματογραφήστε, κινηματογραφήσετε |
κινηματογραφήσου |
κινηματογραφηθείτε |
Part iciple |
Pres |
κινηματογραφώντας |
|
Perf |
έχοντας κινηματογραφήσει, έχοντας κινηματογραφημένο |
κινηματογραφημένος, -η, -ο |
κινηματογραφημένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
κινηματογραφήσει |
κινηματογραφηθεί |