ΚΙΝΔΥΝΕΥΩ
I endanger
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
κινδυνεύω κινδυνεύουμε, κινδυνεύομε
κινδυνεύεις κινδυνεύετε
κινδυνεύει κινδυνεύουν(ε)
Imper
fect
κινδύνευα κινδυνεύαμε
κινδύνευες κινδυνεύατε
κινδύνευε κινδύνευαν, κινδυνεύαν(ε)
Aorist κινδύνεψα κινδυνέψαμε
κινδύνεψες κινδυνέψατε
κινδύνεψε κινδύνεψαν, κινδυνέψαν(ε)
Per
fect
έχω κινδυνέψει έχουμε κινδυνέψει
έχεις κινδυνέψει έχετε κινδυνέψει
έχει κινδυνέψει έχουν κινδυνέψει
Plu
per
fect
είχα κινδυνέψει είχαμε κινδυνέψει
είχες κινδυνέψει είχατε κινδυνέψει
είχε κινδυνέψει είχαν κινδυνέψει
Fut
ure
Cont
inuous
θα κινδυνεύω θα κινδυνεύουμε, θα κινδυνεύομε
θα κινδυνεύεις θα κινδυνεύετε
θα κινδυνεύει θα κινδυνεύουν(ε)
Simp
Fut
θα κινδυνέψω θα κινδυνέψουμε, θα κινδυνέψομε
θα κινδυνέψεις θα κινδυνέψετε
θα κινδυνέψει θα κινδυνέψουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω κινδυνέψει θα έχουμε κινδυνέψει
θα έχεις κινδυνέψει θα έχετε κινδυνέψει
θα έχει κινδυνέψει θα έχουν κινδυνέψει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να κινδυνεύω να κινδυνεύουμε, να κινδυνεύομε
να κινδυνεύεις να κινδυνεύετε
να κινδυνεύει να κινδυνεύουν(ε)
Aorist να κινδυνέψω να κινδυνέψουμε, να κινδυνέψομε
να κινδυνέψεις να κινδυνέψετε
να κινδυνέψει να κινδυνέψουν(ε)
Perf να έχω κινδυνέψει να έχουμε κινδυνέψει
να έχεις κινδυνέψει να έχετε κινδυνέψει
να έχει κινδυνέψει να έχουν κινδυνέψει
Imper
ative
Pres κινδύνευε κινδυνεύετε
Aorist κινδύνεψε κινδυνέψτε, κινδυνεύτε
Part
iciple
Pres κινδυνεύοντας
Perf έχοντας κινδυνέψει
Infin Aorist κινδυνέψει