ΚΑΤΑΛΗΓΩ
I end
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
καταλήγω καταλήγουμε, καταλήγομε
καταλήγεις καταλήγετε
καταλήγει καταλήγουν(ε)
Imper
fect
κατέληγα καταλήγαμε
κατέληγες καταλήγατε
κατέληγε κατέληγαν, καταλήγαν(ε)
Aorist κατέληξα καταλήξαμε
κατέληξες καταλήξατε
κατέληξε κατέληξαν, καταλήξαν(ε)
Per
fect
έχω καταλήξει έχουμε καταλήξει
έχεις καταλήξει έχετε καταλήξει
έχει καταλήξει έχουν καταλήξει
Plu
per
fect
είχα καταλήξει είχαμε καταλήξει
είχες καταλήξει είχατε καταλήξει
είχε καταλήξει είχαν καταλήξει
Fut
ure
Cont
inuous
θα καταλήγω θα καταλήγουμε, θα καταλήγομε
θα καταλήγεις θα καταλήγετε
θα καταλήγει θα καταλήγουν(ε)
Simp
Fut
θα καταλήξω θα καταλήξουμε, θα καταλήξομε
θα καταλήξεις θα καταλήξετε
θα καταλήξει θα καταλήξουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω καταλήξει θα έχουμε καταλήξει
θα έχεις καταλήξει θα έχετε καταλήξει
θα έχει καταλήξει θα έχουν καταλήξει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να καταλήγω να καταλήγουμε, να καταλήγομε
να καταλήγεις να καταλήγετε
να καταλήγει να καταλήγουν(ε)
Aorist να καταλήξω να καταλήξουμε, να καταλήξομε
να καταλήξεις να καταλήξετε
να καταλήξει να καταλήξουν(ε)
Perf να έχω καταλήξει να έχουμε καταλήξει
να έχεις καταλήξει να έχετε καταλήξει
να έχει καταλήξει να έχουν καταλήξει
Imper
ative
Pres κατέληγε καταλήγετε
Aorist κατέληξε καταλήξτε, καταλήχτε
Part
iciple
Pres καταλήγοντας
Perf έχοντας καταλήξει
Infin Aorist καταλήξει