ΚΑΤΑΛΑΜ..
I occupy
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
καταλαμβάνω καταλαμβάνουμε, καταλαμβάνομε καταλαμβάνομαι καταλαμβανόμαστε
καταλαμβάνεις καταλαμβάνετε καταλαμβάνεσαι καταλαμβάνεστε, καταλαμβανόσαστε
καταλαμβάνει καταλαμβάνουν(ε) καταλαμβάνεται καταλαμβάνονται
Imper
fect
καταλάμβανα καταλαμβάναμε καταλαμβανόμουν(α) καταλαμβανόμαστε
καταλάμβανες καταλαμβάνατε καταλαμβανόσουν(α) καταλαμβανόσαστε
καταλάμβανε καταλάμβαναν, καταλαμβάναν(ε) καταλαμβανόταν(ε) καταλαμβάνονταν
Aorist κατέλαβα καταλάβαμε καταλήφθηκα καταληφθήκαμε
κατέλαβες καταλάβατε καταλήφθηκες καταληφθήκατε
κατέλαβε κατέλαβαν, καταλάβαν(ε) καταλήφθηκε, κατελήφθη καταλήφθηκαν, κατελήφθησαν
Per
fect
έχω καταλάβει έχουμε καταλάβει έχω καταληφθεί
είμαι κατειλημμένος, -η
έχουμε καταληφθεί
είμαστε κατειλημμένοι, -ες
έχεις καταλάβει έχετε καταλάβει έχεις καταληφθεί
είσαι κατειλημμένος, -η
έχετε καταληφθεί
είστε κατειλημμένοι, -ες
έχει καταλάβει έχουν καταλάβει έχει καταληφθεί
είναι κατειλημμένος, -η, -ο
έχουν καταληφθεί
είναι κατειλημμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα καταλάβει είχαμε καταλάβει είχα καταληφθεί
ήμουν κατειλημμένος, -η
είχαμε καταληφθεί
ήμαστε κατειλημμένοι, -ες
είχες καταλάβει είχατε καταλάβει είχες καταληφθεί
ήσουν κατειλημμένος, -η
είχατε καταληφθεί
ήσαστε κατειλημμένοι, -ες
είχε καταλάβει είχαν καταλάβει είχε καταληφθεί
ήταν κατειλημμένος, -η, -ο
είχαν καταληφθεί
ήταν κατειλημμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα καταλαμβάνω θα καταλαμβάνουμε, θα καταλαμβάνομε θα καταλαμβάνομαι θα καταλαμβανόμαστε
θα καταλαμβάνεις θα καταλαμβάνετε θα καταλαμβάνεσαι θα καταλαμβάνεστε, θα καταλαμβανόσαστε
θα καταλαμβάνει θα καταλαμβάνουν(ε) θα καταλαμβάνεται θα καταλαμβάνονται
Simp
Fut
θα καταλάβω θα καταλάβουμε, θα καταλάβομε θα καταληφθώ θα καταληφθούμε
θα καταλάβεις θα καταλάβετε θα καταληφθείς θα καταληφθείτε
θα καταλάβει θα καταλάβουν(ε) θα καταληφθεί θα καταληφθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω καταλάβει θα έχουμε καταλάβει θα έχω καταληφθεί
θα είμαι κατειλημμένος, -η
θα έχουμε καταληφθεί
θα είμαστε κατειλημμένοι, -ες
θα έχεις καταλάβει θα έχετε καταλάβει θα έχεις καταληφθεί
θα είσαι κατειλημμένος, -η
θα έχετε καταληφθεί
θα είστε κατειλημμένοι, -ες
θα έχει καταλάβει θα έχουν καταλάβει θα έχει καταληφθεί
θα είναι κατειλημμένος, -η, -ο
θα έχουν καταληφθεί
θα είναι κατειλημμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να καταλαμβάνω να καταλαμβάνουμε, να καταλαμβάνομε να καταλαμβάνομαι να καταλαμβανόμαστε
να καταλαμβάνεις να καταλαμβάνετε να καταλαμβάνεσαι να καταλαμβάνεστε, να καταλαμβανόσαστε
να καταλαμβάνει να καταλαμβάνουν(ε) να καταλαμβάνεται να καταλαμβάνονται
Aorist να καταλάβω να καταλάβουμε, να καταλάβομε να καταληφθώ να καταληφθούμε
να καταλάβεις να καταλάβετε να καταληφθείς να καταληφθείτε
να καταλάβει να καταλάβουν(ε) να καταληφθεί να καταληφθούν(ε)
Perf να έχω καταλάβει να έχουμε καταλάβει να έχω καταληφθεί
να είμαι κατειλημμένος, -η
να έχουμε καταληφθεί
να είμαστε κατειλημμένοι, -ες
να έχεις καταλάβει να έχετε καταλάβει να έχεις καταληφθεί
να είσαι κατειλημμένος, -η
να έχετε καταληφθεί
να είστε κατειλημμένοι, -ες
να έχει καταλάβει να έχουν καταλάβει να έχει καταληφθεί
να είναι κατειλημμένος, -η, -ο
να έχουν καταληφθεί
να είναι κατειλημμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres καταλάμβανε καταλαμβάνετε καταλαμβάνεστε
Aorist κατάλαβε καταλάβετε καταληφθείτε
Part
iciple
Pres καταλαμβάνοντας καταλαμβανόμενος
Perf έχοντας καταλάβει κατειλημμένος, -η, -ο κατειλημμένοι, -ες, -α
Infin Aorist καταλάβει καταληφθεί