ΚΑΙΩ
I burn
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
καίω καίμε καίγομαι καιγόμαστε
καις καίτε καίγεσαι καίγεστε, καιγόσαστε
καίει καίνε, καιν καίγεται καίγονται
Imper
fect
έκαιγα καίγαμε καιγόμουν(α) καιγόμαστε, καιγόμασταν
έκαιγες καίγατε καιγόσουν(α) καιγόσαστε, καιγόσασταν
έκαιγε έκαιγαν, καίγαν(ε) καιγόταν(ε) καίγονταν, καιγόντανε, καιγόντουσαν
Aorist έκαψα κάψαμε κάηκα καήκαμε
έκαψες κάψατε κάηκες καήκατε
έκαψε έκαψαν, κάψαν(ε) κάηκε κάηκαν, καήκαν(ε)
Per
fect
έχω κάψει
έχω καμένο
έχουμε κάψει
έχουμε καμένο
έχω καεί
είμαι καμένος, -η
έχουμε καεί
είμαστε καμένοι, -ες
έχεις κάψει
έχεις καμένο
έχετε κάψει
έχετε καμένο
έχεις καεί
είσαι καμένος, -η
έχετε καεί
είστε καμένοι, -ες
έχει κάψει
έχει καμένο
έχουν κάψει
έχουν καμένο
έχει καεί
είναι καμένος, -η, -ο
έχουν καεί
είναι καμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα κάψει
είχα καμένο
είχαμε κάψει
είχαμε καμένο
είχα καεί
ήμουν καμένος, -η
είχαμε καεί
ήμαστε καμένοι, -ες
είχες κάψει
είχες καμένο
είχατε κάψει
είχατε καμένο
είχες καεί
ήσουν καμένος, -η
είχατε καεί
ήσαστε καμένοι, -ες
είχε κάψει
είχε καμένο
είχαν κάψει
είχαν καμένο
είχε καεί
ήταν καμένος, -η, -ο
είχαν καεί
ήταν καμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα καίω θα καίμε θα καίγομαι θα καιγόμαστε
θα καις θα καίτε θα καίγεσαι θα καίγεστε, θα καιγόσαστε
θα καίει θα καίνε θα καίγεται θα καίγονται
Simp
Fut
θα κάψω θα κάψουμε, θα κάψομε θα καώ θα καούμε
θα κάψεις θα κάψετε θα καείς θα καείτε
θα κάψει θα κάψουν(ε) θα καεί θα καούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω κάψει
θα έχω καμένο
θα έχουμε κάψει
θα έχουμε καμένο
θα έχω καεί
θα είμαι καμένος, -η
θα έχουμε καεί
θα είμαστε καμένοι, -ες
θα έχεις κάψει
θα έχεις καμένο
θα έχετε κάψει
θα έχετε καμένο
θα έχεις καεί
θα είσαι καμένος, -η
θα έχετε καεί
θα είστε καμένοι, -ες
θα έχει κάψει
θα έχει καμένο
θα έχουν κάψει
θα έχουν καμένο
θα έχει καεί
θα είναι καμένος, -η, -ο
θα έχουν καεί
θα είναι καμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να καίω να καίμε να καίγομαι να καιγόμαστε
να καις να καίτε να καίγεσαι να καίγεστε, να καιγόσαστε
να καίει να καίνε, να καιν να καίγεται να καίγονται
Aorist να κάψω να κάψουμε, να κάψομε να καώ να καούμε
να κάψεις να κάψετε να καείς να καείτε
να κάψει να κάψουν(ε) να καεί να καούν(ε)
Perf να έχω κάψει
να έχω καμένο
να έχουμε κάψει
να έχουμε καμένο
να έχω καεί
να είμαι καμένος, -η
να έχουμε καεί
να είμαστε καμένοι, -ες
να έχεις κάψει
να έχεις καμένο
να έχετε κάψει
να έχετε καμένο
να έχεις καεί
να είσαι καμένος, -η
να έχετε καεί
να είστε καμένοι, -ες
να έχει κάψει
να έχει καμένο
να έχουν κάψει
να έχουν καμένο
να έχει καεί
να είναι καμένος, -η, -ο
να έχουν καεί
να είναι καμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres καίγε καίτε καίγεστε
Aorist κάψε κάψτε, καύτε κάψου καείτε
Part
iciple
Pres καίγοντας
Perf έχοντας κάψει, έχοντας καμένο καμένος, -η, -ο καμένοι, -ες, -α
Infin Aorist κάψει καεί