ΙΔΡΩΝΩ I sweat |
Active | ||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
ιδρώνω | ιδρώνουμε, ιδρώνομε |
ιδρώνεις | ιδρώνετε | ||
ιδρώνει | ιδρώνουν(ε) | ||
Imper fect |
ίδρωνα | ιδρώναμε | |
ίδρωνες | ιδρώνατε | ||
ίδρωνε | ίδρωναν, ιδρώναν(ε) | ||
Aorist | ίδρωσα | ιδρώσαμε | |
ίδρωσες | ιδρώσατε | ||
ίδρωσε | ίδρωσαν, ιδρώσαν(ε) | ||
Per fect |
έχω ιδρώσει | έχουμε ιδρώσει | |
έχεις ιδρώσει | έχετε ιδρώσει | ||
έχει ιδρώσει | έχουν ιδρώσει | ||
Plu per fect |
είχα ιδρώσει | είχαμε ιδρώσει | |
είχες ιδρώσει | είχατε ιδρώσει | ||
είχε ιδρώσει | είχαν ιδρώσει | ||
Fut ure Cont inuous |
θα ιδρώνω | θα ιδρώνουμε, θα ιδρώνομε | |
θα ιδρώνεις | θα ιδρώνετε | ||
θα ιδρώνει | θα ιδρώνουν(ε) | ||
Simp Fut |
θα ιδρώσω | θα ιδρώσουμε, θα ιδρώσομε | |
θα ιδρώσεις | θα ιδρώσετε | ||
θα ιδρώσει | θα ιδρώσουν | ||
Fut Perf |
θα έχω ιδρώσει | θα έχουμε ιδρώσει | |
θα έχεις ιδρώσει | θα έχετε ιδρώσει | ||
θα έχει ιδρώσει | θα έχουν ιδρώσει | ||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να ιδρώνω | να ιδρώνουμε, να ιδρώνομε |
να ιδρώνεις | να ιδρώνετε | ||
να ιδρώνει | να ιδρώνουν(ε) | ||
Aorist | να ιδρώσω | να ιδρώσουμε, να ιδρώσομε | |
να ιδρώσεις | να ιδρώσετε | ||
να ιδρώσει | να ιδρώσουν(ε) | ||
Perf | να έχω ιδρώσει | να έχουμε ιδρώσει | |
να έχεις ιδρώσει | να έχετε ιδρώσει | ||
να έχει ιδρώσει | να έχουν ιδρώσει | ||
Imper ative |
Pres | ίδρωνε | ιδρώνετε |
Aorist | ίδρωσε | ιδρώστε, ιδρώσετε | |
Part iciple |
Pres | ιδρώνοντας | |
Perf | έχοντας ιδρώσει, ιδρωμένος, -η, -ο | ||
Infin | Aorist | ιδρώσει |