ΓΝΩΡΙΖΩ I know |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
γνωρίζω | γνωρίζουμε, γνωρίζομε | γνωρίζομαι | γνωριζόμαστε |
γνωρίζεις | γνωρίζετε | γνωρίζεσαι | γνωρίζεστε, γνωριζόσαστε | ||
γνωρίζει | γνωρίζουν(ε) | γνωρίζεται | γνωρίζονται | ||
Imper fect |
γνώριζα | γνωρίζαμε | γνωριζόμουν(α) | γνωριζόμαστε, γνωριζόμασταν | |
γνώριζες | γνωρίζατε | γνωριζόσουν(α) | γνωριζόσαστε, γνωριζόσασταν | ||
γνώριζε | γνώριζαν, γνωρίζαν(ε) | γνωριζόταν(ε) | γνωρίζονταν, γνωριζόντανε, γνωριζόντουσαν | ||
Aorist | γνώρισα | γνωρίσαμε | γνωρίστηκα | γνωριστήκαμε | |
γνώρισες | γνωρίσατε | γνωρίστηκες | γνωριστήκατε | ||
γνώρισε | γνώρισαν, γνωρίσαν(ε) | γνωρίστηκε | γνωρίστηκαν, γνωριστήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω γνωρίσει | έχουμε γνωρίσει | έχω γνωριστεί | έχουμε γνωριστεί | |
έχεις γνωρίσει | έχετε γνωρίσει | έχεις γνωριστεί | έχετε γνωριστεί | ||
έχει γνωρίσει | έχουν γνωρίσει | έχει γνωριστεί | έχουν γνωριστεί | ||
Plu per fect |
είχα γνωρίσει | είχαμε γνωρίσει | είχα γνωριστεί | είχαμε γνωριστεί | |
είχες γνωρίσει | είχατε γνωρίσει | είχες γνωριστεί | είχατε γνωριστεί | ||
είχε γνωρίσει | είχαν γνωρίσει | είχε γνωριστεί | είχαν γνωριστεί | ||
Fut ure Cont inuous |
θα γνωρίζω | θα γνωρίζουμε, |
θα γνωρίζομαι | θα γνωριζόμαστε | |
θα γνωρίζεις | θα γνωρίζετε | θα γνωρίζεσαι | θα γνωρίζεστε, |
||
θα γνωρίζει | θα γνωρίζουν(ε) | θα γνωρίζεται | θα γνωρίζονται | ||
Simp Fut |
θα γνωρίσω | θα γνωρίσουμε, |
θα γνωριστώ | θα γνωριστούμε | |
θα γνωρίσεις | θα γνωρίσετε | θα γνωριστείς | θα γνωριστείτε | ||
θα γνωρίσει | θα γνωρίσουν(ε) | θα γνωριστεί | θα γνωριστούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να γνωρίζω | να γνωρίζουμε, |
να γνωρίζομαι | να γνωριζόμαστε |
να γνωρίζεις | να γνωρίζετε | να γνωρίζεσαι | να γνωρίζεστε, |
||
να γνωρίζει | να γνωρίζουν(ε) | να γνωρίζεται | να γνωρίζονται | ||
Aorist | να γνωρίσω | να γνωρίσουμε, |
να γνωριστώ | να γνωριστούμε | |
να γνωρίσεις | να γνωρίσετε | να γνωριστείς | να γνωριστείτε | ||
να γνωρίσει | να γνωρίσουν(ε) | να γνωριστεί | να γνωριστούν(ε) | ||
Perf | να έχω γνωρίσει | να έχουμε γνωρίσει | να έχω γνωριστεί | να έχουμε γνωριστεί | |
να έχεις γνωρίσει | να έχετε γνωρίσει | να έχεις γνωριστεί | να έχετε γνωριστεί | ||
να έχει γνωρίσει | να έχουν γνωρίσει | να έχει γνωριστεί | να έχουν γνωριστεί | ||
Imper ative |
Pres | γνώριζε | γνωρίζετε | γνωρίζεστε | |
Aorist | γνώρισε | γνωρίστε | γνωρίσου | γνωριστείτε | |
Part iciple |
Pres | γνωρίζοντας | γνωριζόμενος | ||
Perf | έχοντας γνωρίσει | ||||
Infin | Aorist | γνωρίσει | γνωριστεί |