ΦΙΛΩ I kiss |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
φιλάω, φιλώ |
φιλάμε, φιλούμε |
φιλιέμαι |
φιλιόμαστε |
φιλάς |
φιλάτε |
φιλιέσαι |
φιλιέστε, φιλιόσαστε |
φιλάει, φιλά |
φιλάν(ε), φιλούν(ε) |
φιλιέται |
φιλιούνται, φιλιόνται |
Imper fect |
φιλούσα, φίλαγα |
φιλούσαμε, φιλάγαμε |
φιλιόμουν(α) |
φιλιόμαστε, φιλιόμασταν |
φιλούσες, φίλαγες |
φιλούσατε, φιλάγατε |
φιλιόσουν(α) |
φιλιόσαστε, φιλιόσασταν |
φιλούσε, φίλαγε |
φιλούσαν(ε), φίλαγαν, φιλάγανε |
φιλιόταν(ε) |
φιλιόνταν(ε), φιλιούνταν, φιλιόντουσαν |
Aorist |
φίλησα |
φιλήσαμε |
φιλήθηκα |
φιληθήκαμε |
φίλησες |
φιλήσατε |
φιλήθηκες |
φιληθήκατε |
φίλησε |
φίλησαν, φιλήσαν(ε) |
φιλήθηκε |
φιλήθηκαν, φιληθήκαν(ε) |
Perf ect |
έχω φιλήσει
έχω φιλημένο |
έχουμε φιλήσει
έχουμε φιλημένο |
έχω φιληθεί
είμαι φιλημένος, -η |
έχουμε φιληθεί
είμαστε φιλημένοι, -ες |
έχεις φιλήσει
έχεις φιλημένο |
έχετε φιλήσει
έχετε φιλημένο |
έχεις φιληθεί
είσαι φιλημένος, -η |
έχετε φιληθεί
είστε φιλημένοι, -ες |
έχει φιλήσει
έχει φιλημένο |
έχουν φιλήσει
έχουν φιλημένο |
έχει φιληθεί
είναι φιλημένος, -η, -ο |
έχουν φιληθεί
είναι φιλημένοι, -ες, -α |
Plu perf ect |
είχα φιλήσει
είχα φιλημένο |
είχαμε φιλήσει
είχαμε φιλημένο |
είχα φιληθεί
ήμουν φιλημένος, -η |
είχαμε φιληθεί
ήμαστε φιλημένοι, -ες |
είχες φιλήσει
είχες φιλημένο |
είχατε φιλήσει
είχατε φιλημένο |
είχες φιληθεί
ήσουν φιλημένος, -η |
είχατε φιληθεί
ήσαστε φιλημένοι, -ες |
είχε φιλήσει
είχε φιλημένο |
είχαν φιλήσει
είχαν φιλημένο |
είχε φιληθεί
ήταν φιλημένος, -η, -ο |
είχαν φιληθεί
ήταν φιλημένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα φιλάω, θα φιλώ |
θα φιλάμε, θα φιλούμε |
θα φιλιέμαι |
θα φιλιόμαστε |
θα φιλάς |
θα φιλάτε |
θα φιλιέσαι |
θα φιλιέστε, θα φιλιόσαστε |
θα φιλάει, θα φιλά |
θα φιλάν(ε), θα φιλούν(ε) |
θα φιλιέται |
θα φιλιούνται, θα φιλιόνται |
Simp Fut |
θα φιλήσω |
θα φιλήσουμε, θα φιλήσομε |
θα φιληθώ |
θα φιληθούμε |
θα φιλήσεις |
θα φιλήσετε |
θα φιληθείς |
θα φιληθείτε |
θα φιλήσει |
θα φιλήσουν(ε) |
θα φιληθεί |
θα φιληθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω φιλήσει
θα έχω φιλημένο |
θα έχουμε φιλήσει
θα έχουμε φιλημένο |
θα έχω φιληθεί
θα είμαι φιλημένος, -η |
θα έχουμε φιληθεί
θα είμαστε φιλημένοι, -ες |
θα έχεις φιλήσει
θα έχεις φιλημένο |
θα έχετε φιλήσει
θα έχετε φιλημένο |
θα έχεις φιληθεί
θα είσαι φιλημένος, -η |
θα έχετε φιληθεί
θα είστε φιλημένοι, -ες |
θα έχει φιλήσει
θα έχει φιλημένο |
θα έχουν φιλήσει
θα έχουν φιλημένο |
θα έχει φιληθεί
θα είναι φιλημένος, -η, -ο |
θα έχουν φιληθεί
θα είναι φιλημένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να φιλάω, να φιλώ |
να φιλάμε, να φιλούμε |
να φιλιέμαι |
να φιλιόμαστε |
να φιλάς |
να φιλάτε |
να φιλιέσαι |
να φιλιέστε, να φιλιόσαστε |
να φιλάει, να φιλά |
να φιλάν(ε), να φιλούν(ε) |
να φιλιέται |
να φιλιούνται, να φιλιόνται |
Aorist |
να φιλήσω |
να φιλήσουμε, να φιλήσομε |
να φιληθώ |
να φιληθούμε |
να φιλήσεις |
να φιλήσετε |
να φιληθείς |
να φιληθείτε |
να φιλήσει |
να φιλήσουν(ε) |
να φιληθεί |
να φιληθούν(ε) |
Perf |
να έχω φιλήσει
να έχω φιλημένο |
να έχουμε φιλήσει
να έχουμε φιλημένο |
να έχω φιληθεί
να είμαι φιλημένος, -η |
να έχουμε φιληθεί
να είμαστε φιλημένοι, -ες |
να έχεις φιλήσει
να έχεις φιλημένο |
να έχετε φιλήσει
να έχετε φιλημένο |
να έχεις φιληθεί
να είσαι φιλημένος, -η |
να έχετε φιληθεί
να είστε φιλημένοι, -η |
να έχει φιλήσει
να έχει φιλημένο |
να έχουν φιλήσει
να έχουν φιλημένο |
να έχει φιληθεί
να είναι φιλημένος, -η, -ο |
να έχουν φιληθεί
να είναι φιλημένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
φίλα, φίλαγε |
φιλάτε |
|
φιλιέστε |
Aorist |
φίλησε, φίλα |
φιλήστε |
φιλήσου |
φιληθείτε |
Part iciple |
Pres |
φιλώντας |
|
|
Perf |
έχοντας φιλήσει, έχοντας φιλημένο |
φιλημένος, -η, -ο |
φιλημένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
φιλήσει |
φιληθεί |