ΦΩΝΑΖΩ
I shout
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
φωνάζω φωνάζουμε, φωνάζομε
φωνάζεις φωνάζετε
φωνάζει φωνάζουν(ε)
Imper
fect
φώναζα φωνάζαμε
φώναζες φωνάζατε
φώναζε φώναζαν, φωνάζαν(ε)
Aorist φώναξα φωνάξαμε
φώναξες φωνάξατε
φώναξε φώναξαν, φωνάξαν(ε)
Per
fect
έχω φωνάξει έχουμε φωνάξει
έχεις φωνάξει έχετε φωνάξει
έχει φωνάξει έχουν φωνάξει
Plu
per
fect
είχα φωνάξει είχαμε φωνάξει
είχες φωνάξει είχατε φωνάξει
είχε φωνάξει είχαν φωνάξει
Fut
ure
Cont
inuous
θα φωνάζω θα φωνάζουμε, θα φωνάζομε
θα φωνάζεις θα φωνάζετε
θα φωνάζει θα φωνάζουν(ε)
Simp
Fut
θα φωνάξω θα φωνάξουμε, θα φωνάξομε
θα φωνάξεις θα φωνάξετε
θα φωνάξει θα φωνάξουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω φωνάξει θα έχουμε φωνάξει
θα έχεις φωνάξει θα έχετε φωνάξει
θα έχει φωνάξει θα έχουν φωνάξει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να φωνάζω να φωνάζουμε, να φωνάζομε
να φωνάζεις να φωνάζετε
να φωνάζει να φωνάζουν(ε)
Aorist να φωνάξω να φωνάξουμε, να φωνάξομε
να φωνάξεις να φωνάξετε
να φωνάξει να φωνάξουν(ε)
Perf να έχω φωνάξει να έχουμε φωνάξει
να έχεις φωνάξει να έχετε φωνάξει
να έχει φωνάξει να έχουν φωνάξει
Imper
ative
Pres φώναζε φωνάζετε
Aorist φώναξε φωνάξτε, φωνάχτε
Part
iciple
Pres φωνάζοντας
Perf έχοντας φωνάξει
Infin Aorist φωνάξει