ΦΑΙΝΟΜΑΙ
I appear
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
φαίνομαι φαινόμαστε
φαίνεσαι φαίνεστε, φαινόσαστε
φαίνεται φαίνονται
Imper
fect
φαινόμουν(α) φαινόμαστε, φαινόμασταν
φαινόσουν(α) φαινόσαστε, φαινόσασταν
φαινόταν(ε) φαίνονταν, φαινόντανε, φαινόντουσαν
Aorist φάνηκα φανήκαμε
φάνηκες φανήκατε
φάνηκε φάνηκαν, φανήκαν(ε)
Per
fect
έχω φανεί έχουμε φανεί
έχεις φανεί έχετε φανεί
έχει φανεί έχουν φανεί
Plu
per
fect
είχα φανεί είχαμε φανεί
είχες φανεί είχατε φανεί
είχε φανεί είχαν φανεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα φαίνομαι θα φαινόμαστε
θα φαίνεσαι θα φαίνεστε, θα φαινόσαστε
θα φαίνεται θα φαίνονται
Simp
Fut
θα φανώ θα φανούμε
θα φανείς θα φανείτε
θα φανεί θα φανούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω φανεί θα έχουμε φανεί
θα έχεις φανεί θα έχετε φάνει
θα έχει φανεί θα έχουν φανεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να φαίνομαι να φαινόμαστε
να φαίνεσαι να φαίνεστε, να φαινόσαστε
να φαίνεται να φαίνονται
Aorist να φανώ να φανούμε
να φανείς να φανείτε
να φανεί να φανούν(ε)
Perf να έχω φανεί να έχουμε φανεί
να έχεις φανεί να έχετε φανεί
να έχει φανεί να έχουν φανεί
Imper
ative
Pres φαίνεστε
Aorist φανού φανείτε
Part
iciple
Pres
Perf
Infin Aorist φανεί