ΕΠΙΤΙΘΕΜΑΙ
I attack
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
επιτίθεμαι επιτιθέμεθα
επιτίθεσαι επιτίθεσθε
επιτίθεται επιτίθενται
Imper
fect
επιτίθετο επιτίθεντο
Aorist επιτέθηκα επιτεθήκαμε
επιτέθηκες επιτεθήκατε
επιτέθηκε επιτέθηκαν, επιτεθήκαν(ε)
Per
fect
έχω επιτεθεί έχουμε επιτεθεί
έχεις επιτεθεί έχετε επιτεθεί
έχει επιτεθεί έχουν επιτεθεί
Plu
per
fect
είχα επιτεθεί είχαμε επιτεθεί
είχες επιτεθεί είχατε επιτεθεί
είχε επιτεθεί είχαν επιτεθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα επιτίθεμαι θα επιτιθέμεθα
θα επιτίθεσαι θα επιτίθεσθε
θα επιτίθεται θα επιτίθενται
Simp
Fut
θα επιτεθώ θα επιτεθούμε
θα επιτεθείς θα επιτεθείτε
θα επιτεθεί θα επιτεθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω επιτεθεί θα έχουμε επιτεθεί
θα έχεις επιτεθεί θα έχετε επιτεθεί
θα έχει επιτεθεί θα έχουν επιτεθεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να επιτίθεμαι να επιτιθέμεθα
να επιτίθεσαι να επιτίθεσθε
να επιτίθεται να επιτίθενται
Aorist να επιτεθώ να επιτεθούμε
να επιτεθείς να επιτεθείτε
να επιτεθεί να επιτεθούν(ε)
Perf να έχω επιτεθεί να έχουμε επιτεθεί
να έχεις επιτεθεί να έχετε επιτεθεί
να έχει επιτεθεί να έχουν επιτεθεί
Imper
ative
Pres επιτίθεσθε
Aorist επιθέσου επιτεθείτε
Part
iciple
Pres
Perf
Infin Aorist επιτεθεί