ΕΠΙΒΑΛΛΩ
I impose
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
επιβάλλω επιβάλλουμε, επιβάλλομε επιβάλλομαι επιβαλλόμαστε
επιβάλλεις επιβάλλετε επιβάλλεσαι επιβάλλεστε, επιβαλλόσαστε
επιβάλλει επιβάλλουν(ε) επιβάλλεται επιβάλλονται
Imper
fect
επέβαλλα επιβάλλαμε επιβαλλόμουν(α) επιβαλλόμαστε
επέβαλλες επιβάλλατε επιβαλλόσουν(α) επιβαλλόσαστε
επέβαλλε επέβαλλαν, επιβάλλαν(ε) επιβαλλόταν(ε) επιβάλλονταν
Aorist επέβαλα επιβάλαμε επιβλήθηκα επιβληθήκαμε
επέβαλες επιβάλατε επιβλήθηκες επιβληθήκατε
επέβαλε επέβαλαν, επιβάλαν(ε) επιβλήθηκε επιβλήθηκαν, επιβληθήκαν(ε)
Per
fect
έχω επιβάλει έχουμε επιβάλει έχω επιβληθεί
είμαι επιβεβλημένος, -η
έχουμε επιβληθεί
είμαστε επιβεβλημένοι, -ες
έχεις επιβάλει έχετε επιβάλει έχεις επιβληθεί
είσαι επιβεβλημένος, -η
έχετε επιβληθεί
είστε επιβεβλημένοι, -ες
έχει επιβάλει έχουν επιβάλει έχει επιβληθεί
είναι επιβεβλημένος, -η, -ο
έχουν επιβληθεί
είναι επιβεβλημένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα επιβάλει είχαμε επιβάλει είχα επιβληθεί
ήμουν επιβεβλημένος, -η
είχαμε επιβληθεί
ήμαστε επιβεβλημένοι, -ες
είχες επιβάλει είχατε επιβάλει είχες επιβληθεί
ήσουν επιβεβλημένος, -η
είχατε επιβληθεί
ήσαστε επιβεβλημένοι, -ες
είχε επιβάλει είχαν επιβάλει είχε επιβληθεί
ήταν επιβεβλημένος, -η, -ο
είχαν επιβληθεί
ήταν επιβεβλημένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα επιβάλλω θα επιβάλλουμε, θα επιβάλλομε θα επιβάλλομαι θα επιβαλλόμαστε
θα επιβάλλεις θα επιβάλλετε θα επιβάλλεσαι θα επιβάλλεστε, θα επιβαλλόσαστε
θα επιβάλλει θα επιβάλλουν(ε) θα επιβάλλεται θα επιβάλλονται
Simp
Fut
θα επιβάλω θα επιβάλουμε, θα επιβάλομε θα επιβληθώ θα επιβληθούμε
θα επιβάλεις θα επιβάλετε θα επιβληθείς θα επιβληθείτε
θα επιβάλει θα επιβάλουν(ε) θα επιβληθεί θα επιβληθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω επιβάλει θα έχουμε επιβάλει θα έχω επιβληθεί
θα είμαι επιβεβλημένος, -η
θα έχουμε επιβληθεί
θα είμαστε επιβεβλημένοι, -ες
θα έχεις επιβάλει θα έχετε επιβάλει θα έχεις επιβληθεί
θα είσαι επιβεβλημένος, -η
θα έχετε επιβάλει
θα είστε επιβεβλημένοι, -ες
θα έχει επιβάλει θα έχουν επιβάλει θα έχει επιβληθεί
θα είναι επιβεβλημένος, -η, -ο
θα έχουν επιβληθεί
θα είναι επιβεβλημένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να επιβάλλω να επιβάλλουμε, να επιβάλλομε να επιβάλλομαι να επιβαλλόμαστε
να επιβάλλεις να επιβάλλετε να επιβάλλεσαι να επιβάλλεστε, να επιβαλλόσαστε
να επιβάλλει να επιβάλλουνε να επιβάλλεται να επιβάλλονται
Aorist να επιβάλω να επιβάλουμε να επιβληθώ να επιβληθούμε
να επιβάλεις να επιβάλετε να επιβληθείς να επιβληθείτε
να επιβάλει να επιβάλουν(ε) να επιβληθεί να επιβληθούν(ε)
Perf να έχω επιβάλει να έχουμε επιβάλει να έχω επιβληθεί
να είμαι επιβεβλημένος, -η
να έχουμε επιβληθεί
να είμαστε επιβεβλημένοι, -ες
να έχεις επιβάλει να έχετε επιβάλει να έχεις επιβληθεί
να είσαι επιβεβλημένος, -η
να έχετε επιβληθεί
να είστε επιβεβλημένοι, -ες
να έχει επιβάλει να έχουν επιβάλει να έχει επιβληθεί
να είναι επιβεβλημένος, -η, -ο
να έχουν επιβληθεί
να είναι επιβεβλημένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres επίβαλλε επιβάλλετε επιβάλλεστε
Aorist επίβαλε επιβάλετε επιβληθείτε
Part
iciple
Pres επιβάλλοντας επιβαλλόμενος
Perf έχοντας επιβάλει επιβεβλημένος, -η, -ο επιβεβλημένοι, -ες, -α
Infin Aorist επιβάλει επιβληθεί