ΕΠΕΜΒΑΙΝΩ
I intervene
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
επεμβαίνω επεμβαίνουμε, επεμβαίνομε
επεμβαίνεις επεμβαίνετε
επεμβαίνει επεμβαίνουν(ε)
Imper
fect
επενέβαινα επεμβαίναμε
επενέβαινες επεμβαίνατε
επενέβαινε επενέβαιναν, επεμβαίναν(ε)
Aorist επέμβηκα επεμβήκαμε
επέμβηκες επεμβήκατε
επέμβηκε, επενέβη επεμβήκανε, επενέβησαν
Per
fect
έχω επέμβει έχουμε επέμβει
έχεις επέμβει έχετε επέμβει
έχει επέμβει έχουν επέμβει
Plu
per
fect
είχα επέμβει είχαμε επέμβει
είχες επέμβει είχατε επέμβει
είχε επέμβει είχαν επέμβει
Fut
ure
Cont
inuous
θα επεμβαίνω θα επεμβαίνουμε, θα επεμβαίνομε
θα επεμβαίνεις θα επεμβαίνετε
θα επεμβαίνει θα επεμβαίνουν(ε)
Simp
Fut
θα επέμβω θα επέμβουμε, θα επέμβομε
θα επέμβεις θα επέμβετε
θα επέμβει θα επέμβουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω επέμβει θα έχουμε επέμβει
θα έχεις επέμβει θα έχετε επέμβει
θα έχει επέμβει θα έχουν επέμβει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να επεμβαίνω να επεμβαίνουμε, να επεμβαίνομε
να επεμβαίνεις να επεμβαίνετε
να επεμβαίνει να επεμβαίνουν(ε)
Aorist να επέμβω να επέμβουμε, να επέμβομε
να επέμβεις να επέμβετε
να επέμβει να επέμβουν(ε)
Perf να έχω επέμβει να έχουμε επέμβει
να έχεις επέμβει να έχετε επέμβει
να έχει επέμβει να έχουν επέμβει
Imper
ative
Pres επέμβαινε επεμβαίνετε
Aorist επέμβετε
Part
iciple
Pres επεμβαίνοντας
Perf έχοντας επέμβει
Infin Aorist επέμβει