ΕΠΑΝΑΛΑ…
I repeat
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
επαναλαμβάνω επαναλαμβάνουμε, επαναλαμβάνομε επαναλαμβάνομαι επαναλαμβανόμαστε
επαναλαμβάνεις επαναλαμβάνετε επαναλαμβάνεσαι επαναλαμβάνεστε, επαναλαμβανόσαστε
επαναλαμβάνει επαναλαμβάνουν(ε) επαναλαμβάνεται επαναλαμβάνονται
Imper
fect
επαναλάμβανα επαναλαμβάναμε επαναλαμβανόμουν(α) επαναλαμβανόμαστε
επαναλάμβανες επαναλαμβάνατε επαναλαμβανόσουν(α) επαναλαμβανόσαστε
επαναλάμβανε επαναλάμβαναν, επαναλαμβάναν(ε) επαναλαμβανόταν(ε) επαναλαμβάνονταν
Aorist επανέλαβα επαναλάβαμε επαναλήφθηκα επαναληφθήκαμε
επανέλαβες επαναλάβατε επαναλήφθηκες επαναληφθήκατε
επανέλαβε επανέλαβαν, επαναλάβαν(ε) επαναλήφθηκε, επανελήφθη επαναλήφθηκαν, επανελήφθησαν
Per
fect
έχω επαναλάβει έχουμε επαναλάβει έχω επαναληφθεί
είμαι επανειλημμένος, -η
έχουμε επαναληφθεί
είμαστε επανειλημμένοι, -ες
έχεις επαναλάβει έχετε επαναλάβει έχεις επαναληφθεί
είσαι επανειλημμένος, -η
έχετε επαναληφθεί
είστε επανειλημμένοι, -ες
έχει επαναλάβει έχουν επαναλάβει έχει επαναληφθεί
είναι επανειλημμένος, -η, -ο
έχουν επαναληφθεί
είναι επανειλημμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα επαναλάβει είχαμε επαναλάβει είχα επαναληφθεί
ήμουν επανειλημμένος, -η
είχαμε επαναληφθεί
ήμαστε επανειλημμένοι, -ες
είχες επαναλάβει είχατε επαναλάβει είχες επαναληφθεί
ήσουν επανειλημμένος, -η
είχατε επαναληφθεί
ήσαστε επανειλημμένοι, -ες
είχε επαναλάβει είχαν επαναλάβει είχε επαναληφθεί
ήταν επανειλημμένος, -η, -ο
είχαν επαναληφθεί
ήταν επανειλημμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα επαναλαμβάνω θα επαναλαμβάνουμε, θα επαναλαμβάνομε θα επαναλαμβάνομαι θα επαναλαμβανόμαστε
θα επαναλαμβάνεις θα επαναλαμβάνετε θα επαναλαμβάνεσαι θα επαναλαμβάνεστε, θα επαναλαμβανόσαστε
θα επαναλαμβάνει θα επαναλαμβάνουν(ε) θα επαναλαμβάνεται θα επαναλαμβάνονται
Simp
Fut
θα επαναλάβω θα επαναλάβουμε, θα επαναλάβομε θα επαναληφθώ θα επαναληφθούμε
θα επαναλάβεις θα επαναλάβετε θα επαναληφθείς θα επαναληφθείτε
θα επαναλάβει θα επαναλάβουν(ε) θα επαναληφθεί θα επαναληφθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω επαναλάβει θα έχουμε επαναλάβει θα έχω επαναληφθεί
θα είμαι επανειλημμένος, -η
θα έχουμε επαναληφθεί
θα είμαστε επανειλημμένοι, -ες
θα έχεις επαναλάβει θα έχετε επαναλάβει θα έχεις επαναληφθεί
θα είσαι επανειλημμένος, -η
θα έχετε επαναληφθεί
θα είστε επανειλημμένοι, -ες
θα έχει επαναλάβει θα έχουν επαναλάβει θα έχει επαναληφθεί
θα είναι επανειλημμένος, -η, -ο
θα έχουν επαναληφθεί
θα είναι επανειλημμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να επαναλαμβάνω να επαναλαμβάνουμε, να επαναλαμβάνομε να επαναλαμβάνομαι να επαναλαμβανόμαστε
να επαναλαμβάνεις να επαναλαμβάνετε να επαναλαμβάνεσαι να επαναλαμβάνεστε, να επαναλαμβανόσαστε
να επαναλαμβάνει να επαναλαμβάνουν(ε) να επαναλαμβάνεται να επαναλαμβάνονται
Aorist να επαναλάβω να επαναλάβουμε, να επαναλάβομε να επαναληφθώ να επαναληφθούμε
να επαναλάβεις να επαναλάβετε να επαναληφθείς να επαναληφθείτε
να επαναλάβει να επαναλάβουν(ε) να επαναληφθεί να επαναληφθούν(ε)
Perf να έχω επαναλάβει να έχουμε επαναλάβει να έχω επαναληφθεί
να είμαι επανειλημμένος, -η
να έχουμε επαναληφθεί
να είμαστε επανειλημμένοι, -ες
να έχεις επαναλάβει να έχετε επαναλάβει να έχεις επαναληφθεί
να είσαι επανειλημμένος, -η
να έχετε επαναληφθεί
να είστε επανειλημμένοι, -ες
να έχει επαναλάβει να έχουν επαναλάβει να έχει επαναληφθεί
να είναι επανειλημμένος, -η, -ο
να έχουν επαναληφθεί
να είναι επανειλημμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres επαναλάμβανε επαναλαμβάνετε επαναλαμβάνεστε
Aorist επαναλαβε επαναλάβετε επαναληφθείτε
Part
iciple
Pres επαναλαμβάνοντας επαναλαμβανόμενος
Perf έχοντας επαναλάβει επανειλημμένος, -η, -ο επανειλημμένοι, -ες, -α
Infin Aorist επαναλάβει επαναληφθεί