ΕΠΑΙΝΩ
I praise
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
επαινώ επαινούμε επαινούμαι επαινούμαστε
επαινείς επαινείτε επαινείσαι επαινείστε
επαινεί επαινούν(ε) επαινείται επαινούνται
Imper
fect
επαινούσα επαινούσαμε επαινούμουν επαινούμαστε
επαινούσες επαινούσατε
επαινούσε επαινούσαν(ε) επαινούνταν, επαινείτο επαινούνταν, επαινούντο
Aorist επαίνεσα επαινέσαμε επαινέθηκα επαινεθήκαμε
επαίνεσες επαινέσατε επαινέθηκες επαινεθήκατε
επαίνεσε επαίνεσαν, επαινέσαν(ε) επαινέθηκε επαινέθηκαν, επαινεθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω επαινέσει
έχω επαινεμένο
έχουμε επαινέσει
έχουμε επαινεμένο
έχω επαινεθεί
είμαι επαινεμένος, -η
έχουμε επαινεθεί
είμαστε επαινεμένοι, -ες
έχεις επαινέσει
έχεις επαινεμένο
έχετε επαινέσει
έχετε επαινεμένο
έχεις επαινεθεί
είσαι επαινεμένος, -η
έχετε επαινεθεί
είστε επαινεμένοι, -ες
έχει επαινέσει
έχει επαινεμένο
έχουν επαινέσει
έχουν επαινεμένο
έχει επαινεθεί
είναι επαινεμένος, -η, -ο
έχουν επαινεθεί
είναι επαινεμένοι, -ές, -α
Plu
perf
ect
είχα επαινέσει
είχα επαινεμένο
είχαμε επαινέσει
είχαμε επαινεμενο
είχα επαινεθεί
ήμουν επαινεμένος, -η
είχαμε επαινεθεί
ήμαστε επαινεμένοι, -ες
είχες επαινέσει
είχες επαινεμένο
είχατε επαινέσει
είχατε επαινεμένο
είχες επαινεθεί
έσουν επαινεμένος, -η
είχατε επαινεθεί
έσαστε επαινεμένοι, -ες
είχε επαινέσει
είχε επαινεμένο
είχαν επαινέσει
είχαν επαινεμένο
είχε επαινεθεί
ήταν επαινεμένος, -η, -ο
είχαν επαινεθεί
ήταν επαινεμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα επαινώ θα επαινούμε θα επαινούμαι θα επαινούμαστε
θα επαινείς θα επαινείτε θα επαινείσαι θα επαινείστε
θα επαινεί θα επαινούν(ε) θα επαινείται θα επαινούνται
Simp
Fut
θα επαινέσω θα επαινέσουμε, θα επαινέσομε θα επαινεθώ θα επαινεθούμε
θα επαινέσεις θα επαινέσετε θα επαινεθείς θα επαινεθείτε
θα επαινέσει θα επαινέσουν(ε) θα επαινεθεί θα επαινεθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω επαινέσει
θα έχω επαινεμένο
θα έχουμε επαινέσει
θα έχουμε επαινεμένο
θα έχω επαινεθεί
θα είμαι επαινεμένος, -η
θα έχουμε επαινεθεί
θα είμαστε επαινεμένοι, -ες
θα έχεις επαινέσει
θα έχεις επαινεμένο
θα έχετε επαινέσει
θα έχετε επαινεμένο
θα έχεις επαινεθεί
θα είσαι επαινεμένος, -η
θα έχετε επαινεθεί
θα είστε επαινεμένοι, -η
θα έχει επαινέσει
θα έχει επαινεμένο
θα έχουν επαινέσει
θα έχουν επαινεμένο
θα έχει επαινεθεί
θα είναι επαινεμένος, -η, -ο
θα έχουν επαινεθεί
θα είναι επαινεμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να επαινώ να επαινούμε να επαινούμαι να επαινούμαστε
να επαινείς να επαινείτε να επαινείσαι να επαινείστε
να επαινεί να επαινούν(ε) να επαινείται να επαινούνται
Aorist να επαινέσω να επαινέσουμε, να επαινέσομε να επαινεθώ να επαινεθούμε
να επαινέσεις να επαινέσετε να επαινεθείς να επαινεθείτε
να επαινέσει να επαινέσουν(ε) να επαινεθεί να επαινεθούν(ε)
Perf να έχω επαινέσει
να έχω επαινεμένο
να έχουμε επαινέσει
να έχουμε επαινεμένο
να έχω επαινεθεί
να είμαι επαινεμένος, -η
να έχουμε επαινεθεί
να είμαστε επαινεμενοι, -ες
να έχεις επαινέσει
να έχεις επαινεμένο
να έχετε επαινέσει
να έχετε επαινεμένο
να έχεις επαινεθεί
να είσαι επαινεμένος, -η
να έχετε επαινεθεί
να είστε επαινεμένοι, -ες
να έχει επαινέσει
να έχει επαινεμένο
να έχουν επαινέσει
να έχουν επαινεμένο
να έχει επαινεθεί
να είναι επαινεμένος, -η, -ο
να έχουν επαινεθεί
να είναι επαινεμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres επαινείτε επαινείστε
Aorist επαίνεσε επαινέστε, επαινέσετε επαινέσου επαινεθείτε
Part
iciple
Pres επαινώντας επαινούμενος
Perf έχοντας επαινέσει, έχοντας επαινεμένο επαινεμένος/διηρημένος, -η, -ο επαινεμένοι/διηρημένοι, -ες, -α
Infin Aorist επαινέσει επαινεθεί