ΕΝΗΜΕΡΩΝΩ
I inform
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ενημερώνω ενημερώνουμε, ενημερώνομε ενημερώνομαι ενημερωνόμαστε
ενημερώνεις ενημερώνετε ενημερώνεσαι ενημερώνεστε, ενημερωνόσαστε
ενημερώνει ενημερώνουν(ε) ενημερώνεται ενημερώνονται
Imper
fect
ενημέρωνα ενημερώναμε ενημερωνόμουν(α) ενημερωνόμαστε, ενημερωνόμασταν
ενημέρωνες ενημερώνατε ενημερωνόσουν(α) ενημερωνόσαστε, ενημερωνόσασταν
ενημέρωνε ενημέρωναν, ενημερώναν(ε) ενημερωνόταν(ε) ενημερώνονταν, ενημερωνόντανε, ενημερωνόντουσαν
Aorist ενημέρωσα ενημερώσαμε ενημερώθηκα ενημερωθήκαμε
ενημέρωσες ενημερώσατε ενημερώθηκες ενημερωθήκατε
ενημέρωσε ενημέρωσαν, ενημερώσαν(ε) ενημερώθηκε ενημερώθηκαν, ενημερωθήκαν(ε)
Per
fect
έχω ενημερώσει
έχω ενημερωμένο
έχουμε ενημερώσει
έχουμε ενημερωμένο
έχω ενημερωθεί
είμαι ενημερωμένος, -η
έχουμε ενημερωθεί
είμαστε ενημερωμένοι, -ες
έχεις ενημερώσει
έχεις ενημερωμένο
έχετε ενημερώσει
έχετε ενημερωμένο
έχεις ενημερωθεί
είσαι ενημερωμένος, -η
έχετε ενημερωθεί
είστε ενημερωμένοι, -ες
έχει ενημερώσει
έχει ενημερωμένο
έχουν ενημερώσει
έχουν ενημερωμένο
έχει ενημερωθεί
είναι ενημερωμένος, -η, -ο
έχουν ενημερωθεί
είναι ενημερωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα ενημερώσει
είχα ενημερωμένο
είχαμε ενημερώσει
είχαμε ενημερωμένο
είχα ενημερωθεί
ήμουν ενημερωμένος, -η
είχαμε ενημερωθεί
ήμαστε ενημερωμένοι, -ες
είχες ενημερώσει
είχες ενημερωμένο
είχατε ενημερώσει
είχατε ενημερωμένο
είχες ενημερωθεί
ήσουν ενημερωμένος, -η
είχατε ενημερωθεί
ήσαστε ενημερωμένοι, -ες
είχε ενημερώσει
είχε ενημερωμένο
είχαν ενημερώσει
είχαν ενημερωμένο
είχε ενημερωθεί
ήταν ενημερωμένος, -η, -ο
είχαν ενημερωθεί
ήταν ενημερωμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα ενημερώνω θα ενημερώνουμε, θα ενημερώνομε θα ενημερώνομαι θα ενημερωνόμαστε
θα ενημερώνεις θα ενημερώνετε θα ενημερώνεσαι θα ενημερώνεστε, θα ενημερωνόσαστε
θα ενημερώνει θα ενημερώνουν(ε) θα ενημερώνεται θα ενημερώνονται
Simp
Fut
θα ενημερώσω θα ενημερώσουμε, θα ενημερώσομε θα ενημερωθώ θα ενημερωθούμε
θα ενημερώσεις θα ενημερώσετε θα ενημερωθείς θα ενημερωθείτε
θα ενημερώσει θα ενημερώσουν θα ενημερωθεί θα ενημερωθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ενημερώσει
θα έχω ενημερωμένο
θα έχουμε ενημερώσει
θα έχουμε ενημερωμένο
θα έχω ενημερωθεί
θα είμαι ενημερωμένος, -η
θα έχουμε ενημερωθεί
θα είμαστε ενημερωμένοι, -ες
θα έχεις ενημερώσει
θα έχεις ενημερωμένο
θα έχετε ενημερώσει
θα έχετε ενημερωμένο
θα έχεις ενημερωθεί
θα είσαι ενημερωμένος, -η
θα έχετε ενημερωθεί
θα είστε ενημερωμένοι, -ες
θα έχει ενημερώσει
θα έχει ενημερωμένο
θα έχουν ενημερώσει
θα έχουν ενημερωμένο
θα έχει ενημερωθεί
θα είναι ενημερωμένος, -η, -ο
θα έχουν ενημερωθεί
θα είναι ενημερωμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ενημερώνω να ενημερώνουμε, να ενημερώνομε να ενημερώνομαι να ενημερωνόμαστε
να ενημερώνεις να ενημερώνετε να ενημερώνεσαι να ενημερώνεστε, να ενημερωνόσαστε
να ενημερώνει να ενημερώνουν(ε) να ενημερώνεται να ενημερώνονται
Aorist να ενημερώσω να ενημερώσουμε, να ενημερώσομε να ενημερωθώ να ενημερωθούμε
να ενημερώσεις να ενημερώσετε να ενημερωθείς να ενημερωθείτε
να ενημερώσει να ενημερώσουν(ε) να ενημερωθεί να ενημερωθούν(ε)
Perf να έχω ενημερώσει
να έχω ενημερωμένο
να έχουμε ενημερώσει
να έχουμε ενημερωμένο
να έχω ενημερωθεί
να είμαι ενημερωμένος, -η
να έχουμε ενημερωθεί
να είμαστε ενημερωμένοι, -ες
να έχεις ενημερώσει
να έχεις ενημερωμένο
να έχετε ενημερώσει
να έχετε ενημερωμένο
να έχεις ενημερωθεί
να είσαι ενημερωμένος, -η
να έχετε ενημερωθεί
να είστε ενημερωμένοι, -ες
να έχει ενημερώσει
να έχει ενημερωμένο
να έχουν ενημερώσει
να έχουν ενημερωμένο
να έχει ενημερωθεί
να είναι ενημερωμένος, -η, -ο
να έχουν ενημερωθεί
να είναι ενημερωμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres ενημέρωνε ενημερώνετε ενημερώνεστε
Aorist ενημέρωσε ενημερώστε, ενημερώσετε ενημερώσου ενημερωθείτε
Part
iciple
Pres ενημερώνοντας
Perf έχοντας ενημερώσει, έχοντας ενημερωμένο ενημερωμένος, -η, -ο ενημερωμένοι, -ες, -α
Infin Aorist ενημερώσει ενημερωθεί