ΕΜΠΙΣΤΕΥΟΜΑΙ I trust |
Active | ||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
εμπιστεύομαι | εμπιστευόμαστε |
εμπιστεύεσαι | εμπιστεύεστε, εμπιστευόσαστε | ||
εμπιστεύεται | εμπιστεύονται | ||
Imper fect |
εμπιστευόμουν(α) | εμπιστευόμαστε | |
εμπιστευόσουν(α) | εμπιστευόσαστε | ||
εμπιστευόταν(ε) | εμπιστεύονταν | ||
Aorist | εμπιστεύτηκα, εμπιστεύθηκα | εμπιστευτήκαμε, εμπιστευθήκαμε | |
εμπιστεύτηκες, εμπιστεύθηκες | εμπιστευτήκατε, εμπιστευθήκατε | ||
εμπιστεύτηκε, εμπιστεύθηκε | εμπιστεύτηκαν, εμπιστευθήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω εμπιστευτεί/εμπιστευθεί | έχουμε εμπιστευτεί/εμπιστευθεί | |
έχεις εμπιστευτεί/εμπιστευθεί | έχετε εμπιστευτεί/εμπιστευθεί | ||
έχει εμπιστευτεί/εμπιστευθεί | έχουν εμπιστευτεί/εμπιστευθεί | ||
Plu per fect |
είχα εμπιστευτεί/εμπιστευθεί | είχαμε εμπιστευτεί/εμπιστευθεί | |
είχες εμπιστευτεί/εμπιστευθεί | είχατε εμπιστευτεί/εμπιστευθεί | ||
είχε εμπιστευτεί/εμπιστευθεί | είχαν εμπιστευτεί/εμπιστευθεί | ||
Fut ure Cont inuous |
θα εμπιστεύομαι | θα εμπιστευόμαστε | |
θα εμπιστεύεσαι | θα εμπιστεύεστε, θα εμπιστευόσαστε | ||
θα εμπιστεύεται | θα εμπιστεύονται | ||
Simp Fut |
θα εμπιστευτώ, θα εμπιστευθώ | θα εμπιστευτούμε, θα εμπιστευθούμε | |
θα εμπιστευτείς, θα εμπιστευθείς | θα εμπιστευτείτε, θα εμπιστευθείτε | ||
θα εμπιστευτεί, θα εμπιστευθεί | θα εμπιστευτούν(ε), θα εμπιστευθούν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω εμπιστευτεί/εμπιστευθεί | θα έχουμε εμπιστευτεί/εμπιστευθεί | |
θα έχεις εμπιστευτεί/εμπιστευθεί | θα έχετε εμπιστευτεί/εμπιστευθεί | ||
θα έχει εμπιστευτεί/εμπιστευθεί | θα έχουν εμπιστευτεί/εμπιστευθεί | ||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να εμπιστεύομαι | να εμπιστευόμαστε |
να εμπιστεύεσαι | να εμπιστεύεστε, να εμπιστευόσαστε | ||
να εμπιστεύεται | να εμπιστεύονται | ||
Aorist | να εμπιστευτώ, να εμπιστευθώ | να εμπιστευτούμε, να εμπιστευθούμε | |
να εμπιστευτείς, να εμπιστευθείς | να εμπιστευτείτε, να εμπιστευθείτε | ||
να εμπιστευτεί, να εμπιστευθεί | να εμπιστευτούν(ε), να εμπιστευθούν(ε) | ||
Perf | να έχω εμπιστευτεί/εμπιστευθεί | να έχουμε εμπιστευτεί/εμπιστευθεί | |
να έχεις εμπιστευτεί/εμπιστευθεί | να έχετε εμπιστευτεί/εμπιστευθεί | ||
να έχει εμπιστευτεί/εμπιστευθεί | να έχουν εμπιστευτεί/εμπιστευθεί | ||
Imper ative |
Pres | εμπιστεύεστε | |
Aorist | εμπιστεύσου, εμπιστέψου | εμπιστευτείτε, εμπιστευθείτε | |
Part iciple |
Pres | ||
Perf | |||
Infin | Aorist | εμπιστευτεί, εμπιστευθεί |