ΕΜΠΝΕΩ
I inspire
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
εμπνέω εμπνέουμε, εμπνέομε εμπνέομαι εμπνεόμαστε
εμπνέεις εμπνέετε εμπνέεσαι εμπνέεστε, εμπνεόσαστε
εμπνέει εμπνέουν(ε) εμπνέεται εμπνέονται
Imper
fect
ενέμπνεα εμπνέαμε εμπνεόμουν(α) εμπνεόμαστε, εμπνεόμασταν
ενέμπνεες εμπνέατε εμπνεόσουν(α) εμπνεόσαστε, εμπνεόσασταν
ενέμπνεε ενέμπνεαν, εμπνέαν(ε) εμπνεόταν(ε) εμπνέονταν, εμπνεόντανε, εμπνεόντουσαν
Aorist ενέπνευσα εμπνεύσαμε εμπνεύστηκα εμπνευστήκαμε
ενέπνευσες εμπνεύσατε εμπνεύστηκες εμπνευστήκατε
ενέπνευσε ενέπνευσαν, εμπνεύσαν(ε) εμπνεύστηκε εμπνεύστηκαν, εμπνευστήκαν(ε)
Per
fect
έχω εμπνεύσει έχουμε εμπνεύσει έχω εμπνευστεί
είμαι εμπνευσμένος, -η
έχουμε εμπνευστεί
είμαστε εμπνευσμένοι, -ες
έχεις εμπνεύσει έχετε εμπνεύσει έχεις εμπνευστεί
είσαι εμπνευσμένος, -η
έχετε εμπνευστεί
είστε εμπνευσμένοι, -ες
έχει εμπνεύσει έχουν εμπνεύσει έχει εμπνευστεί
είναι εμπνευσμένος, -η, -ο
έχουν εμπνευστεί
είναι εμπνευσμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα εμπνεύσει είχαμε εμπνεύσει είχα εμπνευστεί
ήμουν εμπνευσμένος, -η
είχαμε εμπνευστεί
ήμαστε εμπνευσμένοι, -ες
είχες εμπνεύσει είχατε εμπνεύσει είχες εμπνευστεί
ήσουν εμπνευσμένος, -η
είχατε εμπνευστεί
ήσαστε εμπνευσμένοι, -ες
είχε εμπνεύσει είχαν εμπνεύσει είχε εμπνευστεί
ήταν εμπνευσμένος, -η, -ο
είχαν εμπνευστεί
ήταν εμπνευσμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα εμπνέω θα εμπνέουμε, θα εμπνέομε θα εμπνέομαι θα εμπνεόμαστε
θα εμπνέεις θα εμπνέετε θα εμπνέεσαι θα εμπνέεστε, θα εμπνεόσαστε
θα εμπνέει θα εμπνέουν(ε) θα εμπνέεται θα εμπνέονται
Simp
Fut
θα εμπνεύσω θα εμπνεύσουμε, θα εμπνεύσομε θα εμπνευστώ θα εμπνευστούμε
θα εμπνεύσεις θα εμπνεύσετε θα εμπνευστείς θα εμπνευστείτε
θα εμπνεύσει θα εμπνεύσουν(ε) θα εμπνευστεί θα εμπνευστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω εμπνεύσει θα έχουμε εμπνεύσει θα έχω εμπνευστεί
θα είμαι εμπνευσμένος, -η
θα έχουμε εμπνευστεί
θα είμαστε εμπνευσμένοι, -ες
θα έχεις εμπνεύσει θα έχετε εμπνεύσει θα έχεις εμπνευστεί
θα είσαι εμπνευσμένος, -η
θα έχετε εμπνευστεί
θα είστε εμπνευσμένοι, -ες
θα έχει εμπνεύσει θα έχουν εμπνεύσει θα έχει εμπνευστεί
θα είναι εμπνευσμένος, -η, -ο
θα έχουν εμπνευστεί
θα είναι εμπνευσμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να εμπνέω να εμπνέουμε, να εμπνέομε να εμπνέομαι να εμπνεόμαστε
να εμπνέεις να εμπνέετε να εμπνέεσαι να εμπνέεστε, να εμπνεόσαστε
να εμπνέει να εμπνέουν(ε) να εμπνέεται να εμπνέονται
Aorist να εμπνεύσω να εμπνεύσουμε, να εμπνεύσομε να εμπνευστώ να εμπνευστούμε
να εμπνεύσεις να εμπνεύσετε να εμπνευστείς να εμπνευστείτε
να εμπνεύσει να εμπνεύσουν(ε) να εμπνευστεί να εμπνευστούν(ε)
Perf να έχω εμπνεύσει να έχουμε εμπνεύσει να έχω εμπνευστεί
να είμαι εμπνευσμένος, -η
να έχουμε εμπνευστεί
να είμαστε εμπνευσμένοι, -ες
να έχεις εμπνεύσει να έχετε εμπνεύσει να έχεις εμπνευστεί
να είσαι εμπνευσμένος, -η
να έχετε εμπνευστεί
να είστε εμπνευσμένοι, -ες
να έχει εμπνεύσει να έχουν εμπνεύσει να έχει εμπνευστεί
να είναι εμπνευσμένος, -η, -ο
να έχουν εμπνευστεί
να είναι εμπνευσμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres έμπνεε εμπνέετε εμπνέεστε
Aorist έμπνευσε εμπνεύσετε, εμπνεύστε εμπνεύσου εμπνευστείτε
Part
iciple
Pres εμπνέοντας
Perf έχοντας εμπνεύσει εμπνευσμένος, -η, -ο εμπνευσμένοι, -ες, -α
Infin Aorist εμπνεύσει εμπνευστεί